Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΔΕΗ, ενεργειακή δημοκρατία και δημόσιο «νέου τύπου»

Η εμπειρία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει δείξει ότι µε τη δημιουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη αγορά [ηλεκτρικής ενέργειας] επιτυγχάνονται πολλαπλά οφέλη τόσο στον τομέα των επενδύσεων και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, όσο και για τον ίδιο τον καταναλωτή.
Αυτά διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου για τη «μικρή ΔΕΗ» που συζητιέται τούτες τις μέρες στη Βουλή. Οι συντάκτες της αποφεύγουν, βέβαια, να δώσουν συγκεκριμένα παραδείγματα από την ευρωπαϊκή αυτή εμπειρία, καθώς αυτά θα οδηγούσαν σε συμπεράσματα εντελώς αντίθετα από εκείνα τα οποία επιδιώκουν. Γιατί, όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες,[1] η ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού κλάδου οδήγησε σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις αύξησης της κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, χωρίς μετακύλιση όμως του κέρδους στους καταναλωτές, όξυνσης των ανισοτήτων με επιβάρυνση των φτωχότερων νοικοκυριών και διόγκωσης των φαινομένων ενεργειακής φτώχειας.
Πιο σκληρές ήταν οι επιπτώσεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με πιο πρόσφατη την περίπτωση της Βουλγαρίας, όπου η αποικιοκρατικού τύπου ιδιωτικοποίηση οδήγησε στην ενεργειακή κατάτμηση της χώρας σε τρεις γεωγραφικές ζώνες, καθεμία από τις οποίες δόθηκε σε διαφορετική ιδιωτική εταιρεία. Οι ραγδαίες αυξήσεις των τιμών του ρεύματος αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα πρωτοφανών για τα δεδομένα της Βουλγαρίας κινητοποιήσεων που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Μπορίσοφ, τον Φεβρουάριο του 2013. Και εκτός Ευρώπης όμως, τα πράγματα δεν είναι πιο ρόδινα: πέρα από τη γνωστή κατάρρευση του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Καλιφόρνια (σκάνδαλο Enron), πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αυστραλία οδήγησε σε αύξηση των τιμών και μείωση της αξιοπιστίας του ενεργειακού συστήματος.[2]
Στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, η νεοφιλελεύθερη απόπειρα συγκεντροποίησης της ενέργειας σε ελάχιστους πολυεθνικούς ομίλους συνυπάρχει με ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο κύμα κινήσεων για την ανάκτηση του δημόσιου και τοπικού ελέγχου του ενεργειακού συστήματος.[3]
Στα καθ’ ημάς, ο ετεροχρονισμένος νεοφιλελεύθερος παροξυσμός τηςγκυβέρνησης οδηγεί σε εκποίηση του συνόλου σχεδόν της δημόσιας περιουσίας· ωστόσο, στον ενεργειακό κλάδο η διαδικασία ιδιωτικοποίησης έχει ξεκινήσει ήδη από το 1999 (Ν. 2773/1999). Οι συνέπειες έχουν ήδη γίνει ορατές (διαδοχικές αυξήσεις τιμολογίων μεσοσταθμικού ύψους περίπου 80% την τελευταία δεκαετία, σκάνδαλο Energa-HellasPower με κόστος για το δημόσιο 270 εκατ. ευρώ). Με δεδομένη, μάλιστα, τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στο ενεργειακό σύστημα, αλλά και στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας συνολικότερα, η σημερινή διαδικασία διαμελισμού της επιχείρησης αποτελεί την κορύφωση του δεκαπενταετούς δράματος ιδιωτικοποίησης της ενέργειας. Δεν πρέπει να μας παραξενεύει αυτή η εξέλιξη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο αναζητά νέα πεδία συσσώρευσης και οι «σίγουρες και έτοιμες» (δημοσίοις εξόδοις, βεβαίως) ενεργειακές υποδομές και επιχειρήσεις αποτελούν προνομιακό χώρο για πλιάτσικο…
Ενώ η αποδόμηση των κυβερνητικών ισχυρισμών για τη σκοπιμότητα της διάλυσης της ΔΕΗ είναι σχετικά εύκολη υπόθεση, τα πράγματα περιπλέκονται όταν επιχειρούμε, από αριστερή-ριζοσπαστική σκοπιά, να περιγράψουμε τον ρόλο της ΔΕΗ και του δημόσιου συνολικότερα στο δικό μας ενεργειακό και αναπτυξιακό υπόδειγμα. Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκή «άσκηση», καθώς μετά από δεκαετίες δικομματικής διαχείρισης προς εξυπηρέτηση πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων, μιντιακής συκοφάντησης, αλλά και παρόξυνσης υπαρκτών παθογενειών, στη συνείδηση σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης η ΔΕΗ έχει πάψει να γίνεται αντιληπτή ως δημόσια περιουσία που χρήζει προστασίας. Η σκιαγράφηση μιας διαφορετικής αντίληψης για τον ρόλο και τη λειτουργία της, λοιπόν, είναι κρίσιμη για την κοινωνική απήχηση του κινήματος υπεράσπισής της.
Κοινή συνισταμένη των εξελίξεων στο εγχώριο ενεργειακό σύστημα, τα τελευταία χρόνια, είναι το ζήτημα της έλλειψης δημοκρατίας που διατρέχει το σύνολο των πολιτικών: από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις αυξήσεις των τιμολογίων, μέχρι την απουσία διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες για τους υδρογονάνθρακες ή τη χωροθέτηση μεγάλων μονάδων ΑΠΕ. Έτσι, ο μετασχηματισμός του ενεργειακού συστήματος προς ριζοσπαστική κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να έχει στον πυρήνα του το ζήτημα της δημοκρατίας, στην παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, αλλά και ως πλαίσιο διαμόρφωσης ενεργειακού σχεδιασμού και λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, χωρίς να εξαντλεί βέβαια τον πλούτο των μορφών διαβούλευσης, συμμετοχής, απόφασης που πρέπει να εκδιπλωθούν, κατάφερε, ακριβώς, να βάλει στο επίκεντρο της συζήτησης το ζήτημα της δημοκρατίας.
Ένα πρόγραμμα ενεργειακού μετασχηματισμού πρέπει λοιπόν να αναδεικνύει ως κεντρικό αιτούμενο τον δημοκρατικό σχεδιασμό και έλεγχο του ενεργειακού συστήματος, θέτοντας ως βασικές προτεραιότητες τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, με ταυτόχρονη όμως απόρριψη του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος της αγοραίας «πράσινης ανάπτυξης», και την αποκέντρωση, κατά το δυνατόν, του ιστορικά διαμορφωμένου συγκεντροποιημένου μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής. Ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί την ανάπτυξη ενός μακρόπνοου εθνικού σχεδίου ενεργειακής μετάβασης, το οποίο θα εμπλέκει όσο το δυνατόν περισσότερα κοινωνικά υποκείμενα, που θα αποτελέσουν τους φορείς υλοποίησής του. Η συνάρθρωση λοιπόν των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των οργανώσεων και συνδικάτων εργαζομένων στον ενεργειακό τομέα, των συνεταιρισμών καταναλωτών, των συνεταιριστικών δομών μηχανικών και ερευνητών και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με την κεντρική διοίκηση του κράτους είναι η διαδικασία που συγκροτεί μια ευρύτερη έννοια για το δημόσιο «νέου τύπου», χωρίς να το περιορίζει στην κρατική ιδιοκτησία.
Με αυτή την έννοια, ο ενεργειακός μετασχηματισμός είναι μια στρατηγική στην οποία το δημόσιο έχει κομβικό ρόλο, ένα δημόσιο όμως με εντελώς διαφορετική διάρθρωση και λειτουργία από τη σημερινή. Ο δημόσιος χαρακτήρας δεν πρέπει να αναπαράγει τη μέχρι σήμερα λειτουργία των ΔΕΚΟ, με  το μοντέλο διοίκησης και τις παθογένειες διαφθοράς, αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν προέκυψε μόνο με νομοθετικές παρεμβάσεις, αλλά και με τη δημιουργία «θυλάκων» εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων εντός της επιχείρησης. Στον αντίποδα, η επιχειρησιακή και κοινωνική αποτελεσματικότητα για τη βέλτιστη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων θα πρέπει να στηρίζεται στην πλήρη διαφάνεια και στη δημοκρατική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, με έλεγχο της κοινωνίας, των εργαζομένων και του κοινοβουλίου.[4]
Στον πυρήνα του «δημοσίου νέου τύπου» εγγράφεται η λειτουργία της ΔΕΗ σε μια σειρά κρίσιμων λειτουργιών: «κοινωνικά μεροληπτική» τιμολογιακή πολιτική, προώθηση πολιτικών για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ, σχεδιασμός και χωροθέτηση μονάδων, αποκατάσταση και παραγωγική ανασυγκρότηση των περιβαλλοντικά επιβαρυμένων λιγνιτικών περιοχών, επενδύσεις στα έξυπνα δίκτυα, στις κατάλληλες διασυνδέσεις και στις τεχνολογίες αποθήκευσης, αλλά και συνέργεια και υποβοήθηση –με παροχή τεχνογνωσίας και μέσων– της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην παραγωγή ενέργειας.
Μια τέτοια λειτουργία της ΔΕΗ δεν μπορεί να επιτευχθεί σε καθεστώς «ελεύθερου ανταγωνισμού», όπου ένας κρατικός πυλώνας λειτουργεί υποχρεωτικά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, εντός της ανταγωνιστικής αγοράς, με μοναδικό κριτήριο την κερδοφορία. Κατά συνέπεια, η μετάβαση από μια «ρύθμιση της αγοράς» σε μια «κοινωνική ρύθμιση» του ενεργειακού κλάδου, αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει η ΔΕΗ να λειτουργήσει με όρους κοινωνικής αποτελεσματικότητας, εξυπηρετώντας τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους της[5]. Μια τέτοια μετεξέλιξη του ενεργειακού κλάδου θα βρισκόταν σε πλήρη συνάφεια με το συνολικό πρόγραμμα για τον κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος, αλλά και τις τάσεις διεθνώς για ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου του ενεργειακού συστήματος.
Επιπλέον, όμως, η ΔΕΗ και ο δημόσιος ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να ανανεώσουν στελέχη και νοοτροπίες, να κινητοποιήσουν το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό και να διαμορφώσουν μια νέα σχέση κράτους-εργοδότη, συνδικαλιστικού χώρου και κοινωνίας.
Η ΔΕΗ, για δεκαετίες, αποτέλεσε βασικό άξονα του παραγωγικού ιστού της χώρας και σημαντικό μοχλό ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής, της μεταποίηση και της βιομηχανίας. Η διατήρησή της είναι αναγκαίος –αν και όχι επαρκής βέβαια– όρος για τη μετεξέλιξή της, από την κυβέρνηση της Αριστεράς, σε έναν επί της ουσίας δημόσιο οργανισμό που θα συμβάλει στην υλοποίηση του προγράμματος παραγωγικού και οικολογικού μετασχηματισμού. Η συγκυρία είναι οριακή και ιστορικά κρίσιμη. Ρόλοι, αρμοδιότητες και λειτουργίες θα πρέπει να επανακαθοριστούν σε εντελώς διαφορετική βάση. Η αποτροπή της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ αποτελεί το εφαλτήριο αυτής της ριζοσπαστικής διαδικασίας.
του Αλέξη Χαρίτση*
 
*Ο Αλέξης Χαρίτσης είναι συντονιστής του Τμήματος Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ.
Σημειώσεις
[1] Ολοκληρωμένες μελέτες για τις επιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων της ενέργειας έχουν γίνει από τον Stephen   Thomas τους Fiorio και Florio.
[2] «Electricity privatisation a failure for consumers, economist’s report finds», Τhe Guardian, 20.2.2014.
[3] Jeevan Vasagar, «German grids restored to public ownership», Financial Times, 25.11.2013· David Hall, «Re-municipalising municipal services in Europe», A background note for the EPSU conference in Riga, May 2012 (PSIRU, University of Greenwich).
[4] Ενδιαφέροντα παραδείγματα θεσμοθέτησης μορφών κοινωνικού ελέγχου που έχουν εφαρμοστεί στο εξωτερικό πρόσφατα: –Συμβόλαια ανάμεσα στο κράτος, την κεντρική κυβέρνηση και την κοινωνία (EDF):  –Συμβάσεις Δημόσιου – Δημόσιου Τομέα (Public – Public Partnerships).
[5] Yannis Eustathopoulos, Energy Democracy and the Future of Public Power Corporation (PPC).

Πηγή: enthemata.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: