Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Είμαι το νούμερο οχτώ, με ξέρουν όλοι με αυτό...

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ, Η ΤΖΙΝΑ, Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ, Η ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΡΓΟΙ ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ, ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΑΝ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ.
Δεκάωρη εργασία, επτά ημέρες την εβδομάδα για όλη τη σεζόν, από τον Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο * Η χειμερινή επιβίωση εξαρτάται άμεσα από το φιλοδώρημα των πελατών.
«Βάλε τρία ποτήρια νερό για το Κ1. Στο ένα μη βάλεις πάγο». Τον ακούω, ενώ με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να κατευθύνεται προς το μπαρ. Ακόμη ένα τραπέζι της καφετέριας έχει γεμίσει. Αραγμένη σε μία καρέκλα σκηνοθέτη, με θέα τη θάλασσα στην Απολλωνία της Μήλου, δύο απορίες μού δημιουργούνται αυτόματα. Γιατί ο σερβιτόρος δεν θέλει πάγο στο ένα ποτήρι και -κυρίως- γιατί έχει τόσο βαριά προφορά; 
Το πρώτο ερώτημα απαντάται μόλις βλέπω τους καινούργιους πελάτες, δύο κυρίες και ένα παιδί. Προνοητικός ο σερβιτόρος. Για το δεύτερο χρειάστηκε να παιδευτώ λίγο περισσότερο. Αυτό που ανακάλυψα, είναι πως ο Γιώργος Αναστασόπουλος δεν είναι Μηλιός, αλλά από την Καρδίτσα. Μέχρι το καλοκαίρι του 2013 δεν είχε επισκεφθεί ποτέ το νησί. Από τότε όμως -ελέω κρίσης- μετατρέπεται σε εσωτερικό «μετανάστη» και μάλιστα με ημερομηνία λήξης.
Αν και έχει πτυχίο Γεωπονίας, τον τελευταίο ένα χρόνο δεν έχει κατορθώσει να βρει κάτι στον τομέα του. Ετσι, εδώ και δύο καλοκαίρια, μαζί με την κοπέλα του, την Τζίνα Κόρκου, τέλη Απριλίου φορτώνουν τα υπάρχοντά τους στο αυτοκίνητο, από ρούχα έως απορρυπαντικά, και ξεκινούν από την Καρδίτσα, με τελικό προορισμό τη Μήλο. Αυτός σερβιτόρος σε καφέ, εκείνη ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχειακή μονάδα.
Μπορεί η προϋπηρεσία του ως γεωπόνου να μην έχει φανεί χρήσιμη στον 30χρονο Γιώργο, αλλά τα μεροκάματα που έκανε σερβίροντας στη Θεσσαλονίκη στα φοιτητικά του χρόνια βοήθησαν στο να βρει μια δουλειά. Η Τζίνα, από την άλλη, επέλεξε την Ελλάδα, αν και κοσμογυρισμένη. Αφού τελείωσε τις σπουδές της στις τουριστικές επιχειρήσεις και εργάστηκε σε ξενοδοχείο της συμπρωτεύουσας, έφυγε για το Ντουμπάι σε ηλικία 25 ετών. Επάγγελμα, αεροσυνοδός. Για ένα χρόνο ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν θέλησε να συνεχίσει: «Κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά για πάντα και μου έλειπε η Ελλάδα. Βέβαια, εν μέσω οικονομικής κρίσης το να επιστρέψω συνεχίζοντας το ίδιο επάγγελμα ήταν πολύ δύσκολο. Μάζεψα λοιπόν ένα καλό κομπόδεμα, γύρισα πίσω στην οικογένεια και στους φίλους μου και άρχισα το ψάξιμο. Τελικά ο κλήρος έπεσε στη Μήλο!».
Ο φόρτος εργασίας δεν περιγράφεται. Δέκα ώρες στην καλύτερη τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Το υπόλοιπο διάστημα οκτάωρο με τα όλα του και αν χρειαστεί κάθονται και λίγο παραπάνω. Επτά ημέρες την εβδομάδα για όλη τη σεζόν, από Μάιο μέχρι Σεπτέμβρη. Η πίεση και οι απαιτήσεις που υπάρχουν και για τους δύο, τεράστιες: «Οι ιδιοκτήτες επιδιώκουν το μεγαλύτερο κέρδος, ξοδεύοντας όσο γίνεται λιγότερα. Σε σχεδόν όλα τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις το προσωπικό είναι λιγότερο από όσο πρέπει. Ασε που υπάρχουν και οι περιπτώσεις που προσλαμβάνουν ανασφάλιστους ή άπειρους, με αποτέλεσμα να πέφτουν και τα μεροκάματα».
Αγνωστη λέξη το «ρεπό»
Η λέξη «ρεπό» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Μπορεί να κουράζονται, αλλά, όπως μου λένε, δεν έχουν επιλογές. Με την ανεργία στους νέους να αγγίζει το 58%, δεν έχουν την «πολυτέλεια» της επιλογής. «Πώς συντηρείστε από τον Οκτώβριο και μετά;», ρωτάω. «Με τα χρήματα που βγάζουμε τώρα. Μας εξασφαλίζουν νοίκι, την πληρωμή λογαριασμών και τα καθημερινά έξοδα. Χωρίς σπατάλες βέβαια και σε συνεχή αναζήτηση μίας μόνιμης εργασίας στην Καρδίτσα», απαντούν.
Δεν είναι ότι ο μισθός τους είναι παχυλός. Με τα tips, υπολογίζουν ότι φέτος ο καθένας κερδίζει 1.100 ευρώ το μήνα. Η χειμερινή επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από το φιλοδώρημα των πελατών, το οποίο Ιούλιο και Αύγουστο μειώνεται αισθητά. «Στην αρχή του καλοκαιριού τα tips είναι καλά, γιατί οι τουρίστες είναι περιορισμένοι και μπορούμε να τους εξυπηρετήσουμε χωρίς προβλήματα. Τους επόμενους μήνες επικρατεί πανικός, ο κόσμος είναι πολύς και οι εργαζόμενοι λίγοι, οπότε τα φιλοδωρήματα πέφτουν κατακόρυφα», εξηγεί ο Γιώργος.
Τα έξοδά τους στο νησί είναι ελάχιστα. Οι εργοδότες τους έχουν εξασφαλίσει διαμονή και διατροφή, οι αποστάσεις είναι μηδαμινές και τα παιδιά δεν έχουν χρόνο για εξόδους. Το βράδυ, αφού σχολάσουν, μπορεί να πιούν ένα ποτό παρέα με άλλους νέους που επίσης έχουν έρθει από διάφορες πόλεις της Ελλάδας για τη σεζόν. Ο Σάββας από τη Λάρισα, ο Ηλίας από τη Λαμία, η Γιώτα από την Αθήνα. Μαζεύονται να πουν τα νέα του νησιού, αφού έχουν αποκτήσει καλές σχέσεις με τους κατοίκους, λες και ζουν χρόνια εκεί.
Αν έχουν το κουράγιο, μερικές φορές πηγαίνουν και για μια βουτιά στα γρήγορα. «Το πρώτο καλοκαίρι, έπειτα από πέντε μήνες στη Μήλο, είχα δει μόνο το λιμάνι, τα Πολλώνια και τη Χώρα. Δεν προλάβαμε να πάμε πουθενά, παρά μόνο σε ελάχιστες παραλίες», λέει η Τζίνα, για να συμπληρώσει ο Γιώργος: «Αν βγαίναμε μέχρι το πρωί, πρώτον δεν θα είχαμε κουράγιο για δουλειά την επόμενη μέρα και δεύτερον δεν θα κάναμε οικονομία για το χειμώνα».
Η κρίση θέλει ευελιξία και οι Κυκλάδες έχουν πολλά παραδείγματα να επιδείξουν αντίστοιχα με αυτό του Γιώργου και της Τζίνας. Αλλοι, πάλι, συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, διασκέδαση και δουλειά παράλληλα. Ετσι και η Κωνσταντίνα Κοτσάλη, που στα 22 της χρόνια περνάει το καλοκαίρι της σερβίροντας στην πανέμορφη Χρυσή Ακτή της Πάρου.
Αν και κάτοικος Αθήνας, κάθε Ιούνιο εδώ και μερικά χρόνια αφήνει την μπιραρία και την καφετέρια στις οποίες εργάζεται παράλληλα με τις σπουδές της, και παίρνει το πλοίο της γραμμής. Θα επιστρέψει όταν πια θα έχει τελειώσει ο Σεπτέμβρης: «Τα χρήματα είναι καλύτερα, γιατί στην Αθήνα δεν έχω βρει μία σταθερή δουλειά. Εδώ μόνο ο μισθός μου για τη σεζόν φτάνει συνολικά τα 2.600 ευρώ, ενώ υπολογίζω ότι κάθε μέρα έχω περίπου 20 με 35 ευρώ κέρδος από tips. Οπότε όταν ήρθε η ευκαιρία για σέρβις σε μεζεδοπωλείο, δεν χρειάστηκε να το φιλοσοφήσω πολύ».
Δεν είναι κάτι που θα συνεχίσει να κάνει για πάντα. Αντίθετα, υπολογίζει ότι φέτος θα είναι ένα από τα τελευταία καλοκαίρια που θα τα περάσει σερβίροντας. Οι σπουδές της πάνω στη νοσηλευτική χειρουργείου έχουν σχεδόν τελειώσει και σε λίγο καιρό θα αναζητήσει εργασία στον τομέα της. «Δεν είναι ότι δεν περνάω καλά εδώ. Απεναντίας συνδυάζω εργασία και διακοπές. Μάλιστα, είμαι από τους τυχερούς γιατί στη διπλανή ταβέρνα δουλεύουν κάτι φίλοι και έχω συνέχεια παρέα. Αλλά θέλω να ασχοληθώ με το επάγγελμά μου», μου λέει.
Οταν μιλά για «διακοπές» δεν εννοεί άγρια μεταμεσονύχτια πάρτι στα σοκάκια των Κυκλάδων αγκαλιά με ένα μοχίτο αλλά και μια βουτιά το πρωί και ένα ποτό με φίλους το βράδυ, ανάλογα πάντα με τα ωράρια. Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Φέτος το καλοκαίρι, εξηγεί, γνώρισε μία κοπέλα από την Αθήνα, που συνδυάζει διακοπές και μεροκάματο: «Κάθε χρόνο πηγαίνει σε άλλο νησί, πάντα δουλεύοντας σεζόν. Το πρωί βόλτες, το βράδυ δουλειά. Της λείπει ο ύπνος βέβαια, αλλά έχει γυρίσει τις μισές Κυκλάδες έτσι».
Αντίστοιχα, η Σταυρούλα Δημητροπούλου εδώ και τέσσερα καλοκαίρια εργάζεται σε σουπερμάρκετ στην Ιο κάθε Ιούλιο και Αύγουστο. Η 22χρονη έχει χαρίσει τα καλοκαίρια της στο νησί, όχι τόσο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αλλά γιατί εκεί ζει η οικογένειά της. Αν και η ίδια έχει φύγει χρόνια και δεν σκοπεύει να επιστρέψει άμεσα, της ήταν πιο εύκολο να αφήσει στην άκρη τις σκέψεις για ακρογιαλιές και δειλινά και να πιάσει δουλειά.
«Η αλήθεια είναι πως ζηλεύω όταν οι φίλοι μου συζητάνε για τα νησιά που θα επισκεφθούν. Ομως χρειάζομαι τα χρήματα για το χειμώνα», λέει. Φοιτήτρια γαρ, στο τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιά, δεν θέλει να επιβαρύνει τους δικούς της, τουλάχιστον όχι και με τα προσωπικά της έξοδα.
Επτά ημέρες την εβδομάδα, μέχρι τις 11 το βράδυ, κάθεται μπροστά από την ταμειακή μηχανή του μαγαζιού, αντί να κάνει ηλιοθεραπεία στο Μυλοπότα ή στο Μαγγανάρι. Εχει συμβιβαστεί εδώ και χρόνια με την ιδέα, και μέχρι να βρει μία μόνιμη εργασία στον τομέα της ξέρει πως τα καλοκαίρια της είναι ρεζερβέ. «Περιμένω την ημέρα που θα πάω στην παραλία και δεν θα με νοιάζει πόσο θα κάτσω. Τουλάχιστον η δουλειά μου προσφέρει καινούργιες γνωριμίες. Ολοι ξέρουν τα κορίτσια που δουλεύουν στο σουπερμάρκετ!».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: