Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Παλεύω με αυτό που γνωρίζω, τη σχιζοφρένεια

Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος δικός μας. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Πόσο καλά γνωρίζουμε εν τέλει τι είναι η σχιζοφρένεια; Πώς στιγματίζονται οι άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες και πώς μπορούν να οδηγηθούν στο περιθώριο, εάν δεν ύπαρξει ουσιαστική βοήθεια και φροντίδα; Ο άνθρωπος που απέστειλε την παρακάτω επιστολή στον βρετανικό Guardian, εξομολογείται πώς είναι να ζει κανείς, πάσχοντας από σχιζοφρένεια.
Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής προς τον Guardian έχει ως εξής:
«Παλεύω με αυτό που γνωρίζω πλέον ως σχιζοφρένεια από τα τέλη των εφηβικών μου χρόνων, αλλά ήταν μόλις πριν 12 μήνες όταν διαγνώστηκα επισήμως με την ασθένεια αυτή. Είμαι 42 χρονών.  Η σχιζοφρένεια είναι μια από τις πλέον τρομακτικές και παρεξηγημένες ψυχικές αρρώστιες. Πλήττει περίπου 15 σε κάθε 1.000 άτομα και στην Αυστραλία τα άμεσα κόστη της ασθένειας υπολογίζονται σε περίπου 2,5 δισ. δολάρια το χρόνο.
Όταν λέω στον κόσμο ότι έχω αυτή την αρρώστια, συχνά φοβούνται τόσο πολύ ή απλά γίνονται υπερβολικά ευγενικοί, ώστε να κάνουν οποιαδήποτε ερώτηση. Ένας φίλος νόμιζε πως είχα διχασμένη προσωπικότητα αλλά δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Για μένα, η σχιζοφρένεια εκδηλώνεται από μόνη της ως διαστρεβλωμένη σκέψη, με οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις και αυταπάτες. Επίσης με κάνει παρανοϊκό, πράγμα που μπορεί να με κάνει να σκέφτομαι ότι ο κόσμος, ακόμη και η ίδια μου η οικογένεια αλλά και οι φίλοι, συνωμοτούν εναντίον μου.
Όταν είμαι άρρωστος, οι σκέψεις μου μοιάζουν σαν παράταιρα κομμάτια ενός παζλ. Είναι αδύνατο να τα βάλω μαζί με τέτοιο τρόπο, ώστε να βγαίνει πραγματικό νόημα. Το ταξίδι μου προς τη διάγνωση και τη θεραπεία ήταν ιδιαίτερα μακρύ. Κατείχα υψηλόβαθμες θέσεις ως δημοσιογράφος και συντάκτης σε εθνικές εκδόσεις στα 20 μου και στα πρώιμα 30 μου, αλλά όσο μεγάλωνα και η πίεση αυξανόταν, οι σκέψεις μου και η συμπεριφορά μου έγιναν ολοένα και πιο αλλοπρόσαλλες.
Οι δικοί μου άνθρωποι μου είπαν ότι χρειαζόμουν βοήθεια αλλά τους αγνόησα, ώσπου τα συμπτώματα έγιναν υπερβολικά. Εν τέλει πήγα στη γιατρό μου και της εξήγησα τι περνούσα και τι ένιωθα. Προς τιμήν της, αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και με παρέπεμψε σε έναν ψυχίατρο.
Ο ψυχίατρος αυτός με κούραρε για χρόνια, δοκιμάζοντας το ένα φάρμακο και το άλλο, αλλά δεν δεσμευόταν ποτέ ώστε να μου δώσει μια ακριβή διάγνωση. Δεν είχα κάποιο όνομα ώστε να χαρακτηρίσω τις εμπειρίες μου αυτές. Και το χειρότερο ήταν πως τα φάρμακα γενικά δεν μου έκαναν τίποτα και έτσι στο τέλος, εξαιτίας του κόστους της θεραπείας αλλά και της έλλειψης υποστήριξης από την πλευρά του, σταμάτησα να τον βλέπω.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου εκείνης έχανε τη μία δουλειά πίσω από την άλλη. Η αρρώστια συνεπαγόταν πολύ απλά ότι δεν μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου, και επειδή δεν είχα μια σαφή εικόνα για το τι μου συνέβαινε, ήταν δύσκολο να φανερώσω στους εργοδότες ή στους δυνητικούς εργοδότες ότι δεν ήμουν καλά. Έφυγα από τη δουλειά μου και γύρισα στην ανεργία μέσα σε διάστημα εβδομάδων για ψευδείς λόγους.
Έτσι, έμεινα άνεργος, το βιογραφικό μου σημείωμα είχε καταστραφεί, παρά το ενδεχόμενο μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας και είχα χάσει τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και το όμορφο σπίτι που είχαμε αγοράσει μαζί σε καλύτερες εποχές και μέρες. Τελικά, μετακόμισα στους γονείς μου, επειδή δεν μπορούσα πλέον να φροντίσω τον εαυτό μου. Πάλεψα να βρω δουλειά και πάλευα συνεχώς με το διαλυμένο μυαλό μου.
Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε για μερικά χρόνια ακόμα. Ήμουν πιο τυχερός σε σύγκριση με άλλους - οι γονείς μου με περιέβαλαν με αγάπη και υποστήριξη και μου παρείχαν στέγη. Δίχως αυτούς, θα είχα καταλήξει να ζω στο δρόμο ή και χειρότερα. Τουλάχιστον το 10% των ανθρώπων που πάσχουν από σχιζοφρένεια αυτοκτονούν, και άνθρωποι με τη συγκεκριμένη αρρώστια ζουν, κατά μέσο όρο, 20 χρόνια λιγότερα σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Όλα χτύπησαν «κόκκινο» μια νύχτα, όταν οι γονείς μου έλειπαν στο εξωτερικό. Ήμουν μόνος και κυλούσα αργά αλλά σταθερά προς την ψύχωση. Οι αναρτήσεις μου στο Facebook δημοσιεύονταν η μία πίσω από την άλλη, προκαλώντας τα προσωπικά μηνύματα των φίλων μου, οι οποίοι με ρωτούσαν εάν ήμουν καλά. Άκουγα κατ' επανάληψη το άλμπουμ των Joy Division «Unknown Pleasures» κι έπειτα μια φίλη μου τηλεφώνησε, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Ύστερα από μια χαοτική τρίωρη συζήτηση, με έπεισε να πάω στα Επείγοντα Περιστατικά του τοπικού νοσοκομείου.
Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας νέας αρχής. Έγινα δεκτός σε ένα δημόσιο ψυχιατρείο, όπου παρέμεινα έγκλειστος για ένα μήνα. Ύστερα από πολλές συνεδρίες με τους γιατρούς, έβγαλαν τη διάγνωση: σχιζοφρένεια. Επιτέλους, είχα ένα όνομα γι' αυτό που ζούσα. Μου έδωσαν ένα νέο φάρμακο, μια μηνιαία ένεση με όνομα Παλιπεριδόνη, η οποία αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική.  Μια ομάδα στήριξης της τοπικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και μιας νοσοκόμας, την οποία βλέπω πλέον σε τακτική βάση, βρέθηκαν στα πλευρό μου, όταν έφυγα από το νοσοκομείο.
Δώδεκα μήνες από τη νοσηλεία μου είμαι πλέον σταθερός σε λογικά επίπεδα. Βέβαια, ακόμη και τώρα έχω κακές ημέρες αλλά είναι πολύ λίγες σε σύγκριση με τις καλές. Η δουλειά παραμένει ακόμη μια πραγματική πρόκληση για μένα, και το να παραμένω σε ένα ωράριο εργασίας από τις 9 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα με ξεπερνά. Ζω πολύ ήσυχα και ανυπομονώ να βλέπω τα παιδιά μου κάθε δύο εβδομάδες. Αυτή είναι η ιδέα του τι μπορεί να είναι μια μοναχική ύπαρξη.
Έχω σχιζοφρένεια αλλά είμαι αποφασισμένος να μην γίνω θύμα της αρρώστιας μου.  Είναι κομμάτι μου, έχω καταφέρει να αποδεχθώ το γεγονός και τα όριά της, αλλά δεν είναι αυτή που με ορίζει. Άλλωστε, έμαθα ότι σχιζοφρένεια μπορεί να παρεξηγείται, αλλά με την κατάλληλη θεραπεία και υποστήριξη, δεν υπάρχει τίποτε για να φοβάται κανείς».

Μετάφραση - νοηματική απόδοση: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος
Πηγή: Guardian

Δεν υπάρχουν σχόλια: