Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

«Για την Ελλάδα δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς μεγάλη διαγραφή χρέους»

Ο Μάρκ Μπλάιθ θεωρεί υπαίτιους για την κρίση τις μεγάλες τράπεζες και τα κράτη που τις προστατεύουν και εκτιμά ότι η τραπεζική κρίση στην Ευρώπη δεν έχει τελειώσει. Χαρακτηρίζει τη λιτότητα «επικίνδυνη ιδέα», η οποία ιδιωτικώς οι ελίτ γνωρίζουν ότι έχει αποτύχει, αλλά αρνούνται να το παραδεχτούν δημόσια, με συνέπεια να συνεχίζεται η ίδια καταστροφική πολιτική.
• Οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης ισχυρίζονται ότι λύση στην κρίση είναι η «σταθεροποίηση μέσω της λιτότητας». Αληθεύει αυτό ή είναι μόνο μια αυταπάτη; Πόσο επικίνδυνη είναι τελικά η ιδέα της λιτότητας;
Δεδομένου τού πόσο άσχημα είναι τα νούμερα της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, υπάρχει στην πραγματικότητα μια ντε φάκτο απομάκρυνση από τη λιτότητα στην ήπειρο, εκτός από την Ελλάδα.
Ενώ ιδιωτικά όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται από τις ευρωπαϊκές ελίτ ότι το μοντέλο «κόψε δρόμο προς την ανάπτυξη» ήταν μια αποτυχία, η απειλή που έθεσε η Ελλάδα για την ακεραιότητα του ευρώ πέρσι το καλοκαίρι, η οποία αποφεύχθηκε λόγω της απόφασης της ΕΚΤ να κρατήσει ως ομήρους τις ελληνικές τράπεζες και να εντείνει την πολιτική πίεση, σήμανε πως μια τέτοια αλλαγή δεν μπορούσε να αναγνωριστεί δημοσίως.
Το να γινόταν αυτό θα σήμαινε παραδοχή πως οι τεράστιες απώλειες που υπέστησαν οι πολίτες της Ελλάδας και άλλων χωρών της περιφέρειας υπήρξαν μάταιες. Ετσι, αυτό που βλέπουμε είναι η διαιώνιση μιας κακής πολιτικής, η οποία, παρά τις αποδείξεις από παντού –από το ΔΝΤ μέχρι τον ΟΟΣΑ– ότι η στρατηγική της σταθεροποίησης έχει αποτύχει, αυτή θα συνεχιστεί στην Ελλάδα.
Αυτός είναι ο λόγος που η «λογική της λιτότητας» αποτελεί μια τόσο επικίνδυνη ιδέα. Η υιοθέτησή της παράγει «εφάπαξ κόστη», τα οποία δεν μπορούν να αποφύγουν όσοι την προωθούν. Αντίθετα, βουλιάζουν όλο και περισσότερο. Ακόμα και ο Αλέξης Τσίπρας έχει σπρωχτεί σ’ αυτή τη θέση.
• Σε αντίθεση με τη μεταπολεμική εποχή, σήμερα η δικαιοσύνη της αγοράς υπερισχύει έναντι της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πώς επηρεάζει αυτό την κοινωνική συνοχή και ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που δημιουργεί;
Η αγορά δεν ισχυρίζεται επισήμως ότι είναι δίκαιη, αλλά μόνο ότι είναι αποδοτική, κάτι το οποίο στη συνέχεια γίνεται το νέο (κρυφό) στάνταρντ της καλής πολιτικής. Είναι δύσκολο να διαφωνήσεις με το επιχείρημα περί «αποδοτικότητας», όπως έχει αποδείξει πολύ καλά η τρόικα. Φυσικά, ό,τι είναι αποδοτικό συχνά δεν είναι «δίκαιο», με την έννοια ότι τα αποτελέσματα της αγοράς δεν αφορούν μόνο το ποιος παίρνει τι.
Για παράδειγμα, μπορεί να είναι αποδοτικό για ένα πρόσωπο να κερδίζει ένα δισεκατομμύριο δολάρια, στον βαθμό που τα πράγματα δεν χειροτερεύουν για όλους τους υπόλοιπους σ’ αυτή τη διαδικασία. Ομως εάν αυτή η ίδια διαδικασία καθιστά τον δισεκατομμυριούχο πολιτικά πανίσχυρο και απρόσβλητο στις δοκιμασίες της ζωής, τότε διαλύεται η κοινωνική συνοχή.
Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών και όλοι, από τους μετανάστες μέχρι τους μετριοπαθείς, κατηγορούνται γι’ αυτό που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη λειτουργία των αγορών, όταν αυτές αφήνονται ανεξέλεγκτες.
• Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι ρίζες της παρούσας κρίσης δεν βρίσκονται στην Ελλάδα, αλλά στον σχεδιασμό της κατακερματισμένης θεσμικής δομής της Ε.Ε. Υπάρχει διέξοδος απ’ αυτό το αδιέξοδο και ποιο βλέπετε να είναι το μέλλον της ευρωζώνης;
Ναι, υπήρξε κατακερματισμένος σχεδιασμός, αλλά ο πραγματικός ένοχος, όπως ξέρει η Ελλάδα, είναι η υπερμόχλευση των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και τα κράτη-προστάτες, τα οποία δεν τις άφησαν να χρεοκοπήσουν. Τα τραπεζικά προβλήματα της Ευρώπης δεν έχουν τελειώσει και η επιθυμία για περαιτέρω θεσμική εμβάθυνση και μεγαλύτερη ολοκλήρωση έχει μειωθεί σημαντικά.
Με αυτό το δεδομένο, δύο δρόμοι φαίνονται πιθανοί. Πρώτον, η γερμανική κυβέρνηση δείχνει να θέλει να διασφαλίσει ότι όταν οι χώρες της ευρωζώνης ζητούν βοήθεια από τον ESM στο μέλλον, η ωρίμανση των ομολόγων τους να μπορεί να επεκτείνεται χρονικά αυτομάτως. Θέλει, επίσης, να αλλάξει η δυνατότητα η «μηδενικού κινδύνου» κατάσταση του χρέους να μπορεί να σταματά τις τράπεζες από το να συσσωρεύουν τα ομόλογα. Και οι δύο κινήσεις θα καταστήσουν ακριβότερη την έκδοση του κρατικού χρέους.
Θα κάνουν επίσης δυσκολότερη την εξυπηρέτησή του, κάτι το οποίο περισσότερο θα κάνει ζημιά, παρά θα βοηθήσει. Ενας δεύτερος δρόμος προς τον ίδιο πάνω-κάτω στόχο είναι αυτός που υπέδειξε μέσω των «Financial Times» ο Μάρτιν Σανμπντού.
Προτείνει οι διαδικασίες χρεοκοπίας κρατών να αποτελούν μέρος της νομισματικής ένωσης, έτσι ώστε τα χρέη να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τον κίνδυνο και τα νέα ομόλογα που θα εκδοθούν [μετά τη χρεοκοπία] να μπορούν πιο αποτελεσματικά να αποσπάσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αξίας τους. Και πάλι, παρότι λογικό, το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να πάμε από «εδώ» «εκεί», χωρίς να προκαλέσου-
με ένα πανικό στην αγορά σχετικά με την αξία των ομολόγων.
• Η Ευρώπη οδεύει προς ένα γερμανικού τύπου «εξαγωγικό μοντέλο καθοδηγούμενο από την ανάπτυξη». Εχετε περιγράψει αυτό το μοντέλο σαν έναν πιθανό «αδύναμο κρίκο» της Ευρώπης μακροπρόθεσμα. Τι γίνεται με τις χώρες που δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτό το μοντέλο;
Αυτό είναι ένα κεντρικό ζήτημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ολόκληρη η ευρωζώνη διατηρεί ένα εξαγωγικό πλεόνασμα έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Ενενήντα τοις εκατό αυτού του πλεονάσματος ωστόσο προέρχεται από τη Γερμανία, η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το τριάντα τοις εκατό της οικονομίας της ευρωζώνης.
Αυτό βγάζει νόημα μόνο εάν αντιληφθούμε τον ρόλο που διαδραματίζουν οι προμηθεύτριες χώρες, όπως η Τσεχία και η Ρουμανία, και πώς το δικό τους μέρος καταλήγει στη γερμανική παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Αυτές είναι μικρές εξαγωγικές μετακομμουνιστικές χώρες με χαμηλά επίπεδα αναδιανεμητικού κράτους πρόνοιας και υψηλή ανισότητα.
Μπορούν να αντεπεξέλθουν σ’ αυτό το παιχνίδι. Κράτη με υψηλή κατανάλωση, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, ακόμα και η Ισπανία, δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να κάνουν το ίδιο τόσο εύκολα ή δεν μπορούν καθόλου.
• Πιστεύετε ότι η Ελλάδα μπορεί να φτάσει στην ανάπτυξη χωρίς διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους της;
Οχι. Με τον νέο γύρο περικοπών που ζητούν οι δανειστές, η οικονομία θα συρρικνωθεί περαιτέρω και το ίδιο απόθεμα χρέους μάλλον θα μεγαλώσει ανάλογα, παρά θα μειωθεί. Επίσης, νέες έρευνες δείχνουν ότι οι υφέσεις δεν είναι κυκλικές βουτιές – αφήνουν μόνιμες ουλές. Δεδομένων της έκτασης και του βάθους της ύφεσης στην Ελλάδα, τη μετανάστευση των ταλαντούχων νέων και τη μόνιμα χαμηλή τροχιά που έχουν διαμορφώσει οι κακές πολιτικές, ο μόνος δρόμος μπροστά είναι η απαλλαγή από το χρέος.
Η επιμήκυνση των ωριμάνσεων δεν αρκεί. Δεν αποτελεί παρά μια ακόμα εκδοχή του «παρατείνω και προσποιούμαι» (extend and pretend). Επιπλέον, το πραγματικό κόστος των υφέσεων είναι τα «κόστη της οικονομικής δυσχέρειας», καθώς οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές και οι επενδυτές αλλάζουν τελείως τη συμπεριφορά τους, δεδομένης της αβεβαιότητας σχετικά με το πώς θα τους επηρεάσει προσωπικά η μακροπρόθεσμη εξέλιξη του χρέους.
Οι ατομικής λογικής επιλογές αποφυγής του κινδύνου να μην ξοδεύουν, να μην επενδύουν και να μην καινοτομούν, έχουν αποτέλεσμα μια παρατεταμένη συλλογική κατάθλιψη.
Ποιος είναι
Γεννημένος στη Σκοτία το 1967, ο Μπλάιθ τονίζει στο βιογραφικό του ότι προέρχεται από φτωχή οικογένεια και ότι αποτελεί παράδειγμα «κοινωνικής κινητικότητας». Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μπράουν των ΗΠΑ. Το τελευταίο του βιβλίο, το οποίο τον έκανε ευρύτερα γνωστό, κυκλοφορεί και στα ελληνικά, με τίτλο «Λιτότητα: η ιστορία μιας επικίνδυνης ιδέας», εκδόσεις Pandora Books.

Δεν υπάρχουν σχόλια: