Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Εκκλησία και Κράτος: Μια Αγάπη που Κρατάει για Πάντα

Αν υπάρχει ένα ζήτημα για το οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελάνης στην Ελλάδα είναι το αιώνιο ερώτημα: Θα υπάρξει ποτέ διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους;
Oι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τις οποίες τάχθηκε κατά του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας φρόντισαν για άλλη μια φορά να μας επιβεβαιώσουν πως η θρησκεία ήταν, είναι και θα παραμείνει το όπιο των ψηφοφόρων, είτε συντάσσεται κάποιος με τον Μάρξ είτε όχι. Το έχουμε συνειδητοποιήσει με την υπάρχουσα κυβέρνηση, έγινε σαφές πως θα ισχύσει και με την επόμενη. 
Κατά την επίσκεψη του στην «Αποστολή» και εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης όχι μόνο διαφώνησε με οποιαδήποτε πιθανή τροποποίηση, αλλά φρόντισε να υπογραμμίσει με φλούο μαρκαδοράκι πως η Νέα Δημοκρατία θεωρεί την εκκλησία εθνικό εταίρο και κοινωνικό σύμμαχο καταργώντας κάθε έννοια Διαφωτισμού. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είπε εκτός των άλλων, πως στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, στα πέτρινα χρόνια του Μνημονίου, η Ελλάδα βρήκε στήριγμα στην Εκκλησία και πως η Εκκλησία δεν εκπλήρωσε μόνο τον πνευματικό της ρόλο, αλλά επαναβεβαίωσε και την κύρια κοινωνική αποστολή της.
Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αγγίζει καθόλου το οικονομικό ζήτημα και από την άλλη ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κάνει ξεκάθαρο πως έχουμε και θα έχουμε μια θεσμοθετημένη συνδιοίκηση του κράτους 
Πριν από λίγο διάστημα δόθηκε στη δημοσιότητα μια πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος από μια ομάδα νομικών και πολιτικών επιστημόνων, υπό τον Συντονισμό του Γιώργου Κατρούγκαλου. Το σχέδιο περιλάμβανε μια σειρά από ζητήματα που έχουν τεθεί το προηγούμενο διάστημα στον Δημόσιο Διάλογο ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και ο διαχωρισμός κράτους και Κλήρου. Η τροποποίηση στην οποία αντιτίθεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφορά το άρθρου 3 που ορίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, το οποίο σύμφωνα με την πρόταση αναθεώρησης θα διαγραφεί, και στη θέση του θα αναγράφεται πως «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά Ουδέτερη», με μια συνοδευόμενη ερμηνευτική δήλωση που αναφέρει πως «Η αναγνώριση επικρατούσας θρησκείας δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων». Πρόκειται δηλαδή για μια τροποποίηση που δεν θα επιφέρει καμιά ουσιαστική αλλαγή στο καθεστώς το οποίο ήδη υπάρχει γύρω από την εκκλησία, αλλά για μια εντελώς επικοινωνιακή κάλυψη της προεκλογικής υπόσχεσης πως θα υπάρξει πραγματικός διαχωρισμός. 
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχουν διάφορες βαθμίδες διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας. Από τη μια η θρησκευτική ταυτότητα μιας χώρας και το κατά πόσο περιορίζει η επικρατούσα θρησκεία τις υπόλοιπες είναι ένα κυρίαρχο πρόβλημα. Το φλέγον ζήτημα όμως ας παραδεχτούμε πως είναι το οικονομικό, και αυτό δεν τίθεται από καμιά πλευρά ξεκάθαρα. Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αγγίζει καθόλου το ζήτημα της διάλυσης των οικονομικών δεσμών που υπάρχουν ανάμεσα στην Πολιτεία και την εκκλησία και από την άλλη ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κάνει ξεκάθαρο πως λίγο-πολύ εμείς και το Ιράν έχουμε και θα έχουμε μια θεσμοθετημένη συνδιοίκηση του κράτους από τους Ιερούς Πατέρες της Ορθοδοξίας. 
Η εκκλησία έχει επιχειρήσεις, ακίνητη περιουσία που τη νοικιάζει ή την εκμεταλεύεται και την διαχειρίζεται η ίδια, δέχεται δωρεές, χρηματικά ποσά και προιόντα από εταιρίες που με τη σειρά τους φοροαπαλλάσσονται λόγω των δωρεών. Διαθέτει μερίσματα, καταθέσεις από τις οποίες παίρνει τόκους, μετοχές, διαθέτει νομικούς και οικονομικούς συμβούλους και ολόκληρα επιτελεία τεχνοκρατών που διαχειρίζονται τις επενδύσεις της, όπως την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών.
Παράλληλα η περιουσία της δεν μπορεί να καταμετρηθεί. Είναι κυριολεκτικά αδύνατο, γιατί δεν είναι ένας ενιαίος διοικητικός οργανισμός. Έχει εκατοντάδες νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Για παράδειγμα το οργανόγραμμα της εκκλησίας χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες. Την Κεντρική Διοίκηση, τις Ιερείς Μητροπόλεις, τις Ιερές Μονές και τους Ενοριακούς ναούς. Το καθένα έχει δική του ανεξάρτητη οικονομική διαχείριση σε μια χαοτική οργάνωση που δεν επιτρέπει σε κανέναν φορέα να αποτιμήσει το μέγεθος της περιουσίας της. 
Δεν υπάρχει κανένας λόγος οι φορολογούμενοι πολίτες να πληρώνουν  κληρικούς για να μεσολαβούν στον Κύριο και να χρηματοδοτούν μέσω των φόρων μια συγκεκριμένη θρησκεία είτε την ακολουθούν, είτε όχι
Δεν είναι μόνο οι χρυσοί σταυροί, τα πανάκριβα άμφια και τα πολυτελή αυτοκίνητα. Κανείς δεν μπορεί να κοστολογήσει την αξία των δασών, των οικοπέδων και των εκτάσεων που έχει στη διάθεση της, την ώρα που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης δασών μετά το κράτος. Όλο αυτό το σύστημα της επιτρέπει να μην δίνει στη δημοσιότητα στοιχεία για την πλήρη περιουσία της, με αποτέλεσμα να είναι ανυπολόγιστη και ασαφής. Παράλληλα διεκδικεί εκτάσεις και χτίζει επιχειρήσεις σε περιοχές που θεωρεί πως της ανήκουν, αφού σύμφωνα με τους Άγιους Πατέρες η περιουσία της Ορθόδοξης Ελλαδικής Εκκλησίας υπάρχει από το 1830 και προέρχεται από δωρεές και κληρονομιές Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και Αξιωματούχων του Βυζαντίου. Συνεπώς πολύ πριν δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Το πρόβλημα είναι πως η εκκλησία λειτουργεί σαν επιχείρηση, αλλά παράλληλα απολαμβάνει παροχές ενός κρατικού οργανισμού. Δε λογοδοτεί στο κράτος, αλλά στη δική της Κεφαλή. Διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, έχει εκκλησιαστικό δικαστήριο που λύνει τα υπηρεσιακά θέματα, αλλά ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου δεν πληρώνει φόρους ή αν πληρώνει, δεν φορολογείται για τα πάντα και εξαιρείται με πολύ ευνοικό καθεστώς.
Είναι μια πολύ κερδοφόρα επιχείρηση με δική της δομή και διοίκηση που διεκδικεί εδάφη από το κράτος, αλλά παράλληλα οι λειτουργοί της πληρώνονται με χρήματα του κρατικού προυπολογισμού, ενώ εκ των πραγμάτων μπορεί να αυτοχρηματοδοτηθεί και να τα βγάλει πέρα μόνη της. 
Το 2015, είχαμε 7.271 γιατρούς στο Ε.Σ.Υ. την ίδια στιγμή που οι Κληρικοί ήταν 9.298 και οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι ήταν ακόμη 336
Δεν υπάρχει κανένας λόγος οι φορολογούμενοι πολίτες να πληρώνουν χιλιάδες κληρικούς για να μεσολαβούν στον Κύριο και να χρηματοδοτούν μέσω των φόρων μια συγκεκριμένη θρησκεία είτε την ακολουθούν, είτε όχι. Αν για παράδειγμα κάποιος είναι άθεος, το σημερινό φορολογικό σύστημα του καταπατά κάθε δικαίωμα στην ανεξιθρησκεία και τον βάζει υποχρεωτικά να συνδράμει μια θρησκεία την οποία ούτε ακολουθεί, ούτε πιστεύει.
Εν τω μεταξύ αν κάποιος ρίξει μια ματιά στην ανάλυση του προσωπικού Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να δει πως το 2015, είχαμε 7.271 γιατρούς στο Ε.Σ.Υ. την ίδια στιγμή που οι Κληρικοί ήταν 9.298 και οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι ήταν ακόμη 336. Προσλαμβάνουμε δηλαδή ιερείς όταν τα νοσοκομεία δεν έχουν γάζες και προτιμάμε να μην μειώνουμε τις δαπάνες του κρατικού προυπολογισμού που αφορά τον Κλήρο, αλλά να κάνουμε μειώσεις συντάξεων. 
Ο Ντιντερό, ένας από τους πρώτους θιασώτες του αυστηρού διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, έλεγε πως «Η απόσταση ανάμεσα στο θρόνο και την Αγία Τράπεζα δεν μπορεί ποτέ να είναι πάρα πολύ μεγάλη», και στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αφενός δεν αγγίζει ουσιαστικά το ζήτημα του διαχωρισμού και της χρηματοδότησης των ιερέων για να μην προκαλέσει την ορθόδοξη κοινότητα που πολύ εύκολα μπορεί να στρέψει το ποίμνιο εναντίον του, και αφετέρου η Νέα Δημοκρατία εξαγγέλει πως οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας θα πλατιάσουν ώστε να ικανοποιήσει το συντηρητικό πληθυσμό των πιστών. Και οι δυο χρησιμοποιούν τη θρησκεία με μικροπολιτικές τακτικές, μέσω διαφορετικών οδών. 
Το θέμα είναι πως η πίστη είναι ανεξάρτητη της λογικής και προς -οποιουδήποτε- Θεού, κανείς δεν είναι υπέρ της απαγόρευσης της. Σαν σύγχρονο κράτος όμως θα έπρεπε να έχουμε λύσει τα ζητήματα της χρηματοδότησης της. 
Αν θέλουμε να διαφέρουμε από τα φονταμενταλιστικά καθεστώτα θεοκρατίας. Θα μπορούσε η φορολόγηση να είναι προαιρετική, τα μέλη της και οι πιστοί της να καταγράφονται στα τεφτέρια και αφού θέλουν να πιστεύουν να πληρώνουν οι ίδιοι τους κληρικούς τους. Θα ήταν εξάλλου ενδιαφέρον να δούμε πόσοι θα ήταν εκείνοι που θα πλήρωναν οι ίδιοι για να ικανοποίησουν το θρησκευτικό τους συναίσθημα.

Πηγή: vice.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: