Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Οι φονικές μπίζνες της καπνοβιομηχανίας

Επτά εκατομμύρια θάνατοι, εξήντα δύο δισεκατομμύρια δολάρια κέρδη. Αυτή είναι η πραγματιστική και «φονική εξίσωση» για την καπνοβιομηχανία.
Αυτό σημαίνει ότι στον θάνατο κάθε καπνιστή αντιστοιχούν κέρδη περίπου 9.730 δολαρίων, σύμφωνα με τον νέο -έκτο κατά σειρά- παγκόσμιο «Άτλαντα Καπνού», που δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο του 17ου Παγκόσμιου Συνεδρίου «Για τον Καπνό ή την Υγεία» στη Νότια Αφρική.
Για πολλούς η βιομηχανία τσιγάρων ήταν καταδικασμένη. Τα υπέρογκα ποσά που δαπανήθηκαν για τις νομικές διαμάχες εξαιτίας της απόκρυψης των κινδύνων του καπνίσματος, οι αυστηρές κρατικές προδιαγραφές, η απαγόρευση διαφημίσεων και οι συνειδητοποιημένοι καταναλωτές σχετικά με την υγεία σε πολλές χώρες θα οδηγούσαν την καπνοβιομηχανία σε αδιέξοδο. Αντίθετα όμως με όσα λέγονταν, η καπνοβιομηχανία σημείωσε οικονομική ανάκαμψη τα προηγούμενα έτη.

Συγκεκριμένα και με συντηρητικές μάλιστα εκτιμήσεις, υπολογίζονται στα 7,1 εκατομμύρια οι θάνατοι διεθνώς το 2016, λόγω του καπνίσματος (5,1 εκατ. άνδρες και 2 εκατ. γυναίκες). Από την άλλη, τα συνδυασμένα ετήσια κέρδη των μεγαλύτερων καπνοβιομηχανιών του κόσμου υπερέβησαν τα 62,27 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι περισσότεροι από τους 7,1 εκατομμύρια θανάτους ετησίως οφείλονται στο ενεργητικό κάπνισμα, ενώ ένα όχι αμελητέο ποσοστό (γύρω στο 12%), περίπου 884.000 θάνατοι, σχετίζονται με το παθητικό κάπνισμα.
«Κάθε θάνατος από τον καπνό θα μπορούσε να αποφευχθεί και κάθε κυβέρνηση έχει τη δύναμη να μειώσει το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος της επιδημίας καπνού» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζέφρι Ντρόουπ, αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου.
Ο ερευνητής δρ Νιλ Σλούγκερ επεσήμανε ότι «ο καπνός προκαλεί βλάβη σε κάθε στάδιο του κύκλου της ζωής του, από την καλλιέργεια έως την διάθεσή του. Συνδέεται με έναν ολοένα αυξανόμενο κατάλογο ασθενειών, επιβαρύνει τα συστήματα υγείας και επιδεινώνει τη φτώχεια, ιδίως όταν αρρωσταίνει λόγω του καπνίσματος και πεθαίνει ο στυλοβάτης ενός νοικοκυριού».
Διαπιστώσεις
Σύμφωνα με τον «Άτλαντα», η ενεργητική χρήση καπνού και η παθητική έκθεση των ανθρώπων σε αυτόν κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία πάνω από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, σχεδόν το 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Η βιομηχανία προϊόντων καπνού έχει πια βάλει ως στόχο τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς στις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, όπου οι άνθρωποι δεν προστατεύονται στον ίδιο βαθμό από αντικαπνιστικούς νόμους, όπως δείχνει η νέα έκδοση του καπνιστικού Άτλαντα της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου. Έτσι, το μάρκετινγκ των μεγάλων καπνοβιομηχανιών είναι τόσο στοχευμένο και επιθετικό που μόνο στην υποσαχάρια Αφρική η κατανάλωση καπνού έχει αυξηθεί κατά 52% μεταξύ 1980-2016, δηλαδή από 164 σε 250 δισεκατομμύρια τσιγάρα, ενώ σε χώρες όπως η Νιγηρία, η Αιθιοπία και η Σενεγάλη το κάπνισμα είναι πια συχνότερο μεταξύ των νέων παρά μεταξύ των ενηλίκων.
Περισσότεροι από 1,1 δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι καπνιστές σήμερα, από τους οποίους πάνω από 80% ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (ανάλογο είναι και το ποσοστό αυτών των χωρών στους συνολικούς θανάτους λόγω καπνού). Η κατανάλωση τσιγάρων συνδέεται με τη χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Η ιστορία του καπνού
Η καλλιέργεια των φύλλων καπνού χρονολογείται τουλάχιστον οκτώ χιλιετίες, και το κάπνισμα τουλάχιστον δύο. Τον 15ο αιώνα, ο Κολόμβος έγινε ο πρώτος «εισαγωγέας» καπνού στην Ευρώπη. Μέσα σε δεκαετίες, ο καπνός είχε εξαπλωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και η καλλιέργεια για εμπορικούς σκοπούς είχε ξεκινήσει. Η εκτεταμένη καλλιέργεια φύλλων καπνού έφερε τις πρώτες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων για την υγεία των γεωργών, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της παιδικής εργασίας. Τις τελευταίες δεκαετίες η πιο πιεστική συστημική πρόκληση ήταν ο τρόπος με τον οποίο η βιομηχανία χρησιμοποίησε την καπνοκαλλιέργεια για να υπονομεύσει τον έλεγχο του καπνού από τους μικρούς καλλιεργητές καπνού.
Πρόσφατες έρευνες σε χώρες καπνοκαλλιέργειας καταδεικνύουν ότι η καλλιέργεια καπνού δεν είναι ευημερούσα για τους περισσότερους μικρούς αγρότες. Πολλοί αγρότες, συμπεριλαμβανομένων πολλών με συμβόλαια με ολιγοπωλιακές εταιρείες που αγοράζουν φύλλα καπνού, πληρώνουν πάρα πολλά (π.χ. λιπάσματα, φυτοφάρμακα κ.λπ.), λαμβάνουν πολύ χαμηλές τιμές για τα φύλλα τους και αφιερώνουν εκατοντάδες ώρες σε μια οικονομικά απρόσιτη οικονομική επιδίωξη.
Από την άλλη μόλις το φύλλο ακατέργαστου καπνού έχει καλλιεργηθεί από έναν αγρότη και πωληθεί σε έναν κατασκευαστή, πρέπει να μεταποιηθεί σε ένα επιθυμητό καταναλωτικό προϊόν. Για να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, οι καπνοβιομήχανοι θέλουν να κάνουν προϊόντα που είναι όσο το δυνατόν πιο ελκυστικά και εθιστικά.
Και όπως υποστηρίζει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας: «Η αγορά ανταγωνίζεται τον εθισμό - τα πιο εθιστικά προϊόντα κερδίζουν. Με την έρευνα, οι επιχειρήσεις, όπως και οι εταιρείες τσιγάρων, ανακαλύπτουν ποια από τα συστατικά τους είναι πιο αποτελεσματικά στην αύξηση των πωλήσεων / εθισμού και βέβαια αρπάζουν τις ευκαιρίες κέρδους, ανεξάρτητα από το κόστος για την κοινωνία».
Εν τω μεταξύ, η παγκόσμια καπνοβιομηχανία έχει πρόσφατα εδραιωθεί μέσω ιδιωτικοποιήσεων, εξαγορών και συγχωνεύσεων - τώρα μόνο 5 επιχειρήσεις ελέγχουν το 80% της παγκόσμιας αγοράς τσιγάρων. Αυτές οι επιχειρήσεις έχουν αυτοματοποιήσει και ενοποιήσει τα δικά τους εργοστάσια, μειώνοντας σταθερά τον αριθμό των εργαζομένων. Όταν οι καπνοβιομηχανίες λένε ότι οι πολιτικές ελέγχου του καπνού απειλούν τις θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης, εννοούν ότι βρίσκουν εμπόδια στη μεγιστοποίηση των κερδών τους.
Το πέρασμα από το κάπνισμα ακατέργαστου καπνού στο τσιγάρο έγινε μόλις τον 20ο αιώνα, όταν με την πρόοδο της μηχανικής έγινε δυνατό να παραχθεί σε μεγάλες ποσότητες. Τότε δημιουργήθηκαν και οι πρώτες καπνοβιομηχανίες, που σημείωσαν μεγάλη άνοδο στην παραγωγή τους κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κάτω από το στρες της μάχης, οι στρατιώτες κάπνιζαν όλο και πιο πολύ, με συνέπεια να εθιστούν στη νικοτίνη.
Μετά τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '20 το τσιγάρο πέρασε στο χώρο της διαφήμισης κι έγινε το σύμβολο μιας λαμπρής ανέμελης ζωής.
Με την ταχεία αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης καπνού στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα, η ζήτηση φύλλων καπνού αυξήθηκε δραματικά. Αυτό οδήγησε σε μια αντίστοιχα δραματική αύξηση της έκτασης γης που προορίζεται για την παραγωγή καπνού.
Η καλλιέργεια καπνού είναι μια από τις πιο χημικές εντατικές καλλιέργειες. Επίσης επειδή ο καπνός τυπικά καλλιεργείται ως μονοκαλλιέργεια, είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτος στα παράσιτα και οι περισσότεροι αγρότες χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό φυτοφάρμακα ενώ η διαδικασία παραγωγής του προϊόντος καπνού παράγει τεράστιες ποσότητες αποβλήτων. Ομοίως, η διάθεση των αποβλήτων τσιγάρων μετά την κατανάλωση προκαλεί βλάβη στο περιβάλλον. Στις προσπάθειες καθαρισμού της θάλασσας σε όλο τον κόσμο, τα τσιγάρα αποτελούν το μεγαλύτερο συστατικό των αποβλήτων.
Παράνομο εμπόριο
Σήμερα, το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η καπνοβιομηχανία για να αντιταχθεί στους νέους κανονισμούς για τον έλεγχο του καπνού είναι ότι θα προκαλέσουν δραματική αύξηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων.
Εκτός από την αμφιλεγόμενη απόκτηση αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με το εμπόριο παράνομων τσιγάρων, αντίθετα τεκμηριώνεται ότι το παράνομο εμπόριο τσιγάρων έχει έναν ισχυρό και ίσως απροσδόκητο σύμμαχο: τη βιομηχανία καπνού. Εκτιμάται ότι το 98% των παράνομων τσιγάρων που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου παγκοσμίως είναι προϊόντα νόμιμων καπνοβιομηχανιών. Οι εταιρείες καπνού είναι οι πρώτες που επωφελούνται από το παράνομο εμπόριο τσιγάρων. Το λαθρεμπόριο βοηθά αυτές τις εταιρείες να παράγουν υψηλότερα κέρδη, επιτρέποντάς τες να πληρώνουν φόρους καπνού σε χώρες με χαμηλότερες εισφορές ή να μην πληρώνουν φόρους καθόλου. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι διάφορες επιχειρηματικές στρατηγικές της καπνοβιομηχανίας για την επέκταση των πωλήσεων καπνού διευκόλυναν το παράνομο εμπόριο τσιγάρων.
Ο φόρος
Ο «Άτλας» τάσσεται υπέρ της αύξησης των φόρων στα προϊόντα καπνού, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα σωθούν εκατομμύρια ζωές. Σύμφωνα όμως με την Euromonitor International (εταιρεία για την έρευνα της αγοράς) η αύξηση στα κέρδη της καπνοβιομηχανίας δεν οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης για τσιγάρα.Το γεγονός ότι μεγάλα έσοδα ρέουν στα ταμεία, η καπνοβιομηχανία το χρωστά κυρίως στη σημαντική αύξηση των τιμών. Σύμφωνα με την ένωση του κλάδου DZV, από το 2002 το πακέτο στη Γερμανία κοστίζει 6 ευρώ αντί 3 ευρώ. Στις ΗΠΑ επίσης, η τιμή του πακέτου στο ίδιο χρονικό διάστημα, έχει κατά μέσο όρο διπλασιαστεί.
Για την αύξηση των τιμών ο κλάδος παραπέμπει στην αυξανόμενη φορολόγηση των προϊόντων του. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. «Κάθε φορά που οι φόροι ανεβαίνουν η βιομηχανία αυξάνει τις τιμές και αντίστοιχα αυξάνεται το κέρδος», επισημαίνει η Τζένιφερ Μαλόνεϊ, η οποία ερεύνησε το θέμα για την Wall Street Journal. Η δημοσιογράφος συνεχίζει λέγοντας ότι «από το 2006 μέχρι το 2016 οι αμερικανικές καπνοβιομηχανίες αύξησαν τα ετήσια κέρδη τους κατά 77%, σε 18,4 δισεκατομμύρια δολάρια». «Οι μετοχές του καπνού αποδείχθηκαν μία τέλεια επένδυση για όσους είχαν την υπομονή να περιμένουν» σχολιάζει ο Άλαν Φέρλεϊ, επιχειρηματίας και ειδικός σε θέματα αγορών.
Όπου υπάρχει καπνοβιομηχανία, υπάρχει και φωτιά
Οπως έδειξαν έρευνες που έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του '70, η τεράστια επιτυχία των τσιγάρων Marlboro δεν είναι είναι αποτέλεσμα μιας έξυπνης διαφημιστικής καμπάνιας. Ενώ στις αρχές του '60 η Philip Morris ήταν η μικρότερη από τις έξι μεγάλες αμερικανικές καπνοβιομηχανίες, το 1978 τα τσιγάρα Marlboro έφθασαν να είναι τα πρώτα σε πωλήσεις στον κόσμο. Η ξαφνική και τεράστια επιτυχία της μάρκας ώθησε τις ανταγωνίστριες εταιρείες στο να ερευνήσουν τον τρόπο με τον οποίο συνέβη αυτό. Επειτα από αναλύσεις οι ανταγωνιστές ανακάλυψαν ότι η πραγματική ψυχή των τσιγάρων Marlboro δεν είναι η Αγρια Δύση και το ελεύθερο πνεύμα των καουμπόι που προβάλλει η διαφημιστική καμπάνια της μάρκας αλλά η χρήση αμμωνίας στον καπνό, η οποία ενίσχυε τα εφέ της νικοτίνης κάνοντας τα τσιγάρα αυτά πιο εθιστικά.
Ο Κλάιβ Μπέιτς, διευθυντής της αντικαπνιστικής οργάνωσης ASH, ανέφερε ότι η έρευνα αυτή «ξεσκέπασε ένα σκάνδαλο που αποκαλύπτει ότι οι καπνοβιομηχανίες επίτηδες χρησιμοποιούν πρόσθετα ώστε να κάνουν τα επιβλαβή προϊόντα τους ακόμη χειρότερα. Χωρίς να ενημερώνουν κανέναν, αλλάζουν τη χημεία του εγκεφάλου των καπνιστών. Η ιδέα τού να παίρνεις ένα εθιστικό προϊόν και να το κάνεις ακόμη πιο εθιστικό είναι πολύ δυσάρεστη».
Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία. Η καπνοβιομηχανία βλάπτει σοβαρότερα…

Πηγή: tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: