Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Εξαπατώντας με τη σφουγγαρίστρα

Φαίνεται πως το έγκλημα της απάτης τελείται και σφουγγαρίζοντας, όπως απεφάνθη το πενταμελές Εφετείο Λάρισας, το οποίο καταδίκασε σε 10ετή ποινή κάθειρξης καθαρίστρια που εξαπατούσε, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το Δημόσιο, εργαζόμενη σε παιδικό σταθμό από το 1996, έτος κατά το οποίο κατάφερε την πρόσληψή της εκεί, κάνοντας χρήση πλαστού απολυτηρίου δημοτικού.
Η ζημία για το Δημόσιο ξεπερνά τις 150.000 ευρώ, έκρινε το δικαστήριο, βάσει των μισθών που εισέπραξε στα 20 χρόνια που εργάστηκε εκεί η 53χρονη πλέον καθαρίστρια.
Όχι λοιπόν ένας, ούτε δύο, αλλά πέντε εφέτες δικαστές, η μεγαλύτερη εγγύηση που παρέχει η πολιτεία για ορθή, δίκαιη και αμερόληπτη νομική και ουσιαστική κρίση, απεφάνθησαν ότι επί δύο δεκαετίες η καθαρίστρια ξεγελούσε το Δημόσιο, πείθοντάς το να της πληρώνει μισθούς που δεν δικαιούται, αφού δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για την πρόσληψή της, και έβλαψε έτσι σημαντικά την περιουσία του. Είναι, όμως, έτσι;
Ας ξεκινήσουμε με ορισμένες αναγκαίες αποσαφηνίσεις. Η απάτη εντάσσεται στα λεγόμενα περιουσιακά εγκλήματα, σε αυτά δηλαδή που η θέσπισή τους προστατεύει το έννομο αγαθό της περιουσίας.
Για να πούμε ότι κάποιος τέλεσε απάτη, δεν αρκεί η εκ μέρους του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, αλλά απαιτείται να έχει προκαλέσει με τη συμπεριφορά του πλάνη ενός προσώπου, εξαιτίας της οποίας το πρόσωπο αυτό οδηγήθηκε σε περιουσιακή διάθεση, αν και δεν είχε τέτοια υποχρέωση, να υπάρχει δηλαδή περιουσιακή βλάβη.
Για τον λόγο αυτόν, όπως γίνεται δεκτό, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί απάτη, όταν η ζημία του εξαπατηθέντος ισοσταθμίζεται με ισάξια αντιπαροχή. Στην απάτη περί την πρόσληψη, ειδικότερα, αν η παρεχόμενη εργασία αντισταθμίζει την παρεχόμενη αμοιβή δεν στοιχειοθετείται περιουσιακή ζημία, εκτός αν ο εργοδότης απέβλεπε στις ιδιαίτερες ικανότητες του προσλαμβανομένου.
Και ερχόμαστε στην προκειμένη περίπτωση. Μία γυναίκα παρέστησε ψευδώς, για τους δικούς της λόγους, τους οποίους μάλιστα αιτιολόγησε, ότι είχε αποφοιτήσει από τη ΣΤ' Δημοτικού, διότι αυτό ήταν ένα τυπικό προσόν αναγκαίο για την πρόσληψή της. Από την πράξη της αυτή προκλήθηκε η εσφαλμένη εντύπωση στο Δημόσιο ότι είχε πράγματι απολυτήριο Δημοτικού και έτσι την προσέλαβε ως καθαρίστρια.
Επί 20 χρόνια, η γυναίκα αυτή παρείχε την εργασία της, κόπιαζε καθημερινά, καταπονούσε το σώμα της, αφιέρωνε τον πολύτιμο χρόνο της, για να παρέχει στο Δημόσιο ένα καθαρό σχολείο.
Δεν ήταν επομένως η υποβολή πλαστού απολυτηρίου η αιτία για την οποία το Δημόσιο πλήρωνε αυτή τη γυναίκα, αλλά το πραγματικό γεγονός της παροχής εργασίας από πλευράς της, μια αντιπαροχή που αντιστάθμιζε πλήρως τη «μείωση» της περιουσίας του, ώστε να μην μπορεί να γίνει λόγος για βλάβη της. Εξάλλου, τον ίδιο μισθό δεν θα της κατέβαλλε και εάν το απολυτήριο ήταν γνήσιο;
Η αποφοίτηση από το Δημοτικό δεν είναι ένα ιδιαίτερο προσόν στο οποίο απέβλεπε το Δημόσιο για την εν λόγω εργασία, ώστε να δικαιολογείται η απόκρουση της αντιπαροχής ή η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση σε περίπτωση έλλειψής του. Οφειλε σε κάθε περίπτωση να πληρώσει την παρεχόμενη υπηρεσία, διαφορετικά θα καθίστατο πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία.
Άλλωστε, μπορεί κανείς να πει ότι τελούσε σε πλάνη, όταν κατέβαλλε τους μισθούς; Μπορεί κανείς να εξαπατηθεί από μια σφουγγαρίστρα που πράγματι κάνει τον παιδικό σταθμό να λάμπει; Ιδού η απορία.
Και παράνομο το περιουσιακό όφελος που είχε η καθαρίστρια, είπε το Εφετείο. Διατείνεται δηλαδή ότι ήταν παράνομη η αξίωσή της να πληρωθεί, αφού κακώς προσλήφθηκε εξαρχής, παραβλέποντας το πραγματικό γεγονός ότι επί 20 χρόνια παρείχε τη -διόλου εύκολη- εργασία της. Ερχεται, λοιπόν, το Εφετείο να αποκαταστήσει, με μια κάποια καθυστέρηση, τη νομιμότητα, την τάξη και την ηθική.
Σε ένα κράτος όπου οι μίζες, οι απάτες και οι υπεξαιρέσεις αποτελούν μια κανονικότητα, μια τραγική καθημερινή κατάσταση, σε ένα κράτος όπου τεράστιο μέρος των πολιτών έχει εξοικειωθεί με την κουλτούρα της φοροδιαφυγής και της λήψης επιδομάτων και συντάξεων που δεν δικαιούται, κατάλοιπα όλα μιας λανθασμένης, κουτοπόνηρης και ατομιστικής νοοτροπίας, μια γυναίκα καταδικάστηκε για ένα έγκλημα που δεν τέλεσε.
Της καταλογίστηκε απάτη, βλάβη δηλαδή της δημόσιας περιουσίας, μιας περιουσίας που μόνο ωφέλεια είχε από την εργασία της. Τον μισθό της τον κέρδιζε επάξια, εργαζόμενη καθημερινά, κοπιάζοντας και μοχθώντας. Τα δε ελατήριά της για την πλαστογραφία κάθε άλλο παρά ταπεινά ήταν: είχε ανάγκη από τα χρήματα για να βοηθήσει την οικογένειά της, τι πιο ανθρώπινο και κατανοητό από αυτό;
Σε κάθε περίπτωση η εν λόγω πράξη της έχει παραγραφεί, συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε καμία εξουσία να την καταδικάσει για αυτή.
Το δικαστήριο εξάντλησε την αυστηρότητά του και στην ποινή που επέβαλε, αυτή των 10 ετών. Αξίζει να κάνει κανείς τις συγκρίσεις με πράξεις υπεξαίρεσης εκατομμυρίων από αρχές του τόπου, πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκε η ίδια ποινή, για να καταλάβει το μέγεθος της αδικίας και της αυστηρότητας προς την εν λόγω καθαρίστρια, που βαφτίστηκε αβασάνιστα από το δικαστήριο μεγαλοκαταχραστής του δημόσιου χρήματος.

Συντάκτης: Κατερίνα Ζαφειρίδου - Ασκούμενη δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: