Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Σενάρια πολιτικής εγκεφαλοσκόπησης

Το θεμελιακό επιχείρημα κάθε νευροπολιτικού προγράμματος είναι: αν όντως η δομή και η λειτουργία του εγκεφάλου μας παίζουν αποφασιστικό ρόλο σε κάθε συνειδητή επιλογή μας, τότε σε αυτόν θα πρέπει να αναζητήσουμε, σε τελευταία ανάλυση, τις εξηγήσεις για το πώς και το γιατί επιλέγουμε ένα κόμμα ή έναν πολιτικό ηγέτη και όχι κάποιον άλλο. Για την επίτευξη αυτού του φιλόδοξου –αλλά κάθε άλλο παρά πολιτικά καθησυχαστικού– στόχου ήδη εργάζονται πυρετωδώς οι ερευνητές της νευροπολιτικής. Τι ακριβώς επιχειρούν να κάνουν και γιατί;
Μία εβδομάδα μετά την ψηφοφορία για την εκλογή των ευρωβουλευτών, των δημάρχων και των κοινοταρχών στον τόπο μας και ένα μήνα πριν από τις κρίσιμες εθνικές εκλογές, έχει-νομίζουμε- κάποιο ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς η σύγχρονη «νευροπολιτική» επιχειρεί να κατανοήσει και, ενδεχομένως, να διαχειριστεί επιστημονικά τις συχνά απρόσμενες –αλλά κάθε άλλο παρά αυθαίρετες– πολιτικές επιλογές των ψηφοφόρων.
Εν όψει των επικείμενων εκλογών, τόσο οι υποψήφιοι των κομμάτων όσο και οι πιο συνειδητοί ψηφοφόροι αγωνιούν για το ποιο ή ποια κόμματα θα επιλέξουν οι συμπατριώτες μας για να κυβερνήσουν. Κάποιες προβλέψεις για το τι τελικά θα «βγάλουν οι κάλπες» μπορούν βέβαια να αναζητηθούν μέσω δημοσκοπήσεων, οι οποίες όμως αποτελούν μόνο μία πρόσκαιρη και επισφαλή αποκρυστάλλωση των ευμετάβλητων και ετερογενών δυναμικών στο εσωτερικό του εκλογικού σώματος.
Μήπως έχουν δίκιο όσοι ελπίζουν ότι, σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ανάλογες πολιτικές αβεβαιότητες θα παρακαμφθούν από ειδικές εγκεφαλοσκοπικές μηχανές, ικανές να «διαβάζουν» τις πολιτικές επιλογές των ψηφοφόρων καθώς αυτές σχηματίζονται… στο μυαλό τους;
'Η από την κοινωνία των πολιτών στις... νευροπολιτικές μαριονέτες
Oσο ασυνήθιστη κι αν ακούγεται, σήμερα, η φουτουριστική μέθοδος των εξατομικευμένων ή και μαζικών εγκεφαλοσκοπήσεων για την αποκάλυψη της πολιτικής ταυτότητας ή των εκλογικών προθέσεων των πολιτών, δεν θεωρείται πλέον ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας αφού, όπως ισχυρίζονται οι πιο ενθουσιώδεις προπαγανδιστές της νευροπολιτικής, στηρίζεται, αφενός, στην εντυπωσιακή πρόοδο των επιστημών του εγκεφάλου και, αφετέρου, στη διαρκή βελτίωση των σημερινών τεχνικών για την απεικόνιση της δομής και της λειτουργίας της ανθρώπινης νοητικής μηχανής.
Εξάλλου, μια σειρά από νευροπολιτικές έρευνες διατείνονται ότι μπορούν ήδη να εντοπίζουν το ακριβές εγκεφαλικό υπόβαθρο των πολιτικών απόψεων ενός ατόμου ή ακόμη και να διακρίνουν τη νευρωνική αποτύπωση των κομματικών του προτιμήσεων. Ανεξάρτητα σε ποιο φύλο ή έθνος ανήκει αυτό το άτομο, κάποιοι περίεργοι εγκεφαλοσκόποι ισχυρίζονται ότι μέσω της νέας νευροαπεικονιστικής τεχνολογίας μπορούν να διαπιστώσουν αν είναι, π.χ., προοδευτικό ή συντηρητικό ή αν θα ψηφίσει την Αριστερά ή τη Δεξιά!
Κι όλα αυτά τα θαυμαστά επιστημονικά επιτεύγματα υποτίθεται ότι επιτυγχάνονται παρακολουθώντας και αναλύοντας «απλώς» τις εικόνες και τα πρότυπα ενεργοποίησης συγκεκριμένων εγκεφαλικών δομών που καταγράφονται στην οθόνη μιας νευροαπεικονιστικής μηχανής.
Τα νευροπολιτικά κίνητρα των πολιτικών «επιλογών»
Αν, όπως όλοι αναγνωρίζουμε πρόθυμα, ο πολιτικός τρόπος σκέψης και η κοινωνική στάση των προοδευτικών ατόμων διαφέρει συνήθως σημαντικά από αυτόν των συντηρητικών, τότε, σύμφωνα με κάποιες νευροπολιτικές αναλύσεις, θα πρέπει να υπάρχουν ουσιώδεις και ορατές διαφορές μεταξύ αυτών των ανθρώπων όχι μόνο ως προς την «άυλη» πολιτική σκέψη αλλά και ως προς την υλικότατη ανατομική δομή και οργάνωση του εγκεφάλου τους.
Ανατομικές διαφοροποιήσεις που, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, θα πρέπει να αντιστοιχούν –ή μήπως καθορίζουν;– στις ορατές συμπεριφορικές διαφορές ανάμεσα στον συντηρητικό και τον προοδευτικό τρόπο σκέψης.
Μία από τις πρώτες αξιόλογες νευροπολιτικές έρευνες πραγματοποιήθηκε από τον Ριότα Κανάι (Ryota Kanai) και την ερευνητική ομάδα του στο Ινστιτούτο Γνωσιακών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL) και δημοσιεύτηκε το 2011 στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Current Biology».
Η έρευνα αφορούσε μια ομάδα από 90 εθελοντές φοιτητές (το 61% από τους οποίους ήταν γυναίκες), οι οποίοι έπρεπε να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο που τους ζητούσε να αξιολογήσουν, από μόνοι τους, τις προσωπικές πολιτικές τους αντιλήψεις σε μία κλίμακα με 5 διαβαθμίσεις: από «πολύ συντηρητικός» έως «πολύ προοδευτικός ή και ριζοσπάστης».
Κατόπιν, κάθε εθελοντής υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία, μια μη επεμβατική τεχνική απεικόνισης των ζωντανών εγκεφαλικών δομών, προκειμένου να μετρηθεί πόσο πυκνή ήταν σε διάφορες περιοχές του εγκεφαλικού ιστού η «γκρίζα ύλη», δηλαδή η πιο εξωτερική και πυκνή σε νευρώνες στιβάδα του εγκεφαλικού φλοιού.
Από την ανάλυση των τομογραφιών προέκυψε ότι η πυκνότητα γκρίζας ύλης στην πρόσθια έλικα του προσαγωγίου, την υποπεριοχή του εγκεφαλικού φλοιού που ήδη γνώριζαν ότι σχετίζεται με τον έλεγχο των αντικρουόμενων νευρικών μηνυμάτων, ήταν σαφώς μεγαλύτερη στα πιο προοδευτικά άτομα απ’ ό,τι στα πιο συντηρητικά. Αντίθετα, η ποσότητα γκρίζας ύλης που υπήρχε στην αμυγδαλή, εγκεφαλική περιοχή που οι ερευνητές ήξεραν από καιρό ότι σχετίζεται στενότατα με την επεξεργασία των συγκινήσεων και ειδικότερα με τα αισθήματα φόβου, ήταν μεγαλύτερη στα πιο συντηρητικά άτομα.
Συνδυάζοντας τα αποτελέσματα αυτά με άλλα προγενέστερα και διαφορετικά πειραματικά δεδομένα, όπως π.χ. το καλά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι τα άτομα που έχουν μεγαλύτερη αμυγδαλή βιώνουν πολύ συχνότερα και πιο έντονα φόβο, καθώς και ότι οι συντηρητικοί είναι πολύ πιο ευαίσθητοι στις απειλητικές εκφράσεις των προσώπων απ’ ό,τι οι πιο προοδευτικοί και ριζοσπάστες, οι Βρετανοί ερευνητές κατέληξαν σε κάποια ενδιαφέροντα, αλλά πρόωρα, νευροπολιτικά συμπεράσματα.
Για παράδειγμα, έχοντας διαπιστώσει εμπειρικά ότι η συντηρητική συμπεριφορά ενός ατόμου σχετίζεται άμεσα με τα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας που το άτομο αυτό βιώνει, και εφόσον αυτή η εμπειρική διαπίστωση συσχετιστεί με το πειραματικό δεδομένο ότι μία από τις βασικές λειτουργίες της αμυγδαλής είναι η αντίληψη του φόβου, τότε είναι απολύτως λογικό να περιμένει κανείς ότι τα άτομα που έχουν μεγαλύτερη αμυγδαλή θα είναι πιο ευαίσθητα στα αισθήματα φόβου και επομένως θα εμφανίζουν συχνότερα την τάση να υιοθετούν μια πιο συντηρητική κοινωνική και πολιτική στάση.
Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι τα άτομα με πιο προοδευτικές ιδέες και συμπεριφορές διαθέτουν συνήθως μια πιο ογκώδη πρόσθια έλικα του προσαγωγίου, ίσως να εξηγεί το γιατί τα άτομα αυτά είναι πολύ πιο ανεκτικά σε συγκρουσιακές καταστάσεις και αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη ευκολία την αβεβαιότητα. Εξάλλου, μία από τις λειτουργίες αυτής της εγκεφαλικής περιοχής είναι ακριβώς να αντιμετωπίζει τέτοιες αβέβαιες και συγκρουσιακές καταστάσεις.
Αν, όμως, όπως υποστηρίζουν οι πιο ακραίες εκδοχές του νευροπολιτικού αναγωγισμού, όλες οι κοινωνικές-οικονομικές και άρα πολιτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι τίποτα περισσότερο από σχέσεις μεταξύ των εγκεφάλων τους, τότε ποιες είναι οι συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές και ποιες επιμέρους εγκεφαλικές λειτουργίες ενεργοποιούνται στις ποικίλες κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων;
Κάποιες μάλλον ασαφείς εντοπιστικές-ανατομικές απαντήσεις σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα τις αναζητούν οι ερευνητές της νευροπολιτικής στον προμετωπιαίο φλοιό των εγκεφαλικών ημισφαιρίων αφού, ως γνωστόν, εκεί συντελούνται και ολοκληρώνονται οι πιο συνειδητές νοητικές διεργασίες μας. Ωστόσο, αυτές οι έρευνες δεν υποτιμούν καθόλου και τις βαθύτερες υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου, π.χ. στην αμυγδαλή, μια δομή στο βάθος του κροταφικού λοβού, που όπως αναφέραμε πρωταγωνιστεί στις απαντήσεις του εγκεφάλου στα έντονα συγκινησιακά ερεθίσματα (φόβος, άγχος ή πανικός).
Η εμπλοκή της αμυγδαλής στις πολιτικές αντιδράσεις των ψηφοφόρων επιβεβαιώθηκε, πρώτη φορά, από νευροαπεικονιστικές έρευνες στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας το 2007, κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.
Υποβάλλοντας σε τεστ πολιτικού προσανατολισμού μια μεγάλη ομάδα αναποφάσιστων ψηφοφόρων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όποτε άκουγαν τη λέξη «Δημοκρατικός» ή «Ρεπουμπλικανός», ο εγκέφαλός τους αντιδρούσε αμέσως και ειδικότερα η αμυγδαλή, αφού σε αυτήν καταγράφονταν τα πιο υψηλά επίπεδα δραστηριοποίησης. Γεγονός που, σύμφωνα με τους ερευνητές, μας αποκαλύπτει το άγχος ή τον φόβο που δημιουργούσε στους εθελοντές αυτό το πολιτικό δίλημμα.
Από το νευρομάρκετινγκ στη νευροπροπαγάνδα
Τα κάθε άλλο παρά απρόσμενα αποτελέσματα αυτών και άλλων παρόμοιων νευροπολιτικών ερευνών φαίνεται να επιβεβαιώνουν την υποψία ότι οι κομματικές επιλογές μας και, εν γένει, η πολιτική συμπεριφορά μας δεν ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα των κοινωνικών-πολιτισμικών «επιφαινομένων», αλλά αποτελούν πιθανώς και εκδηλώσεις κάποιων βαθύτερων αναγκών του ανθρώπινου είδους. Η συγκεκριμένη έκφραση αυτών των βιολογικών αναγκών, κάθε ιστορική εποχή, δεν εξαρτάται μόνο από τις «εξωγενείς» κοινωνικές-ιστορικές συνθήκες αλλά και από κάποιους «ενδογενείς», διαχρονικούς και πανανθρώπινους βιολογικούς παράγοντες.
Πάντως, η τρέχουσα νευροπολιτική άποψη, ότι ο προμετωπιαίος φλοιός παίζει αποφασιστικό ρόλο στην επιλεκτική απομνημόνευση και επεξεργασία σημαντικών πληροφοριών, δεν εξηγεί και πολλά για το αν ή το πώς αποφασίζει τελικά ο εγκέφαλός μας να εμπιστευτεί ένα συγκεκριμένο κόμμα ή έναν πολιτικό ηγέτη και όχι κάποιον άλλο.
Επιπλέον, μολονότι ενδιαφέρουσες, οι αμιγώς νευροπολιτικές εξηγήσεις υποπίπτουν στη συνήθη πλάνη της «λήψης του ζητουμένου»: το μοιραίο επιστημολογικό ατόπημα να θεωρείται η οποιαδήποτε ορατή εγκεφαλική διαφορά ως η απόδειξη ή, ακόμη χειρότερα, ως η μοναδική «αιτία» και η επιστημονική «εξήγηση» για τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων. Διαφορές και ανισότητες που, μολονότι υπαρκτές, κάθε άλλο παρά αναπόφευκτες ή αναπότρεπτες είναι!
Επομένως, πριν γίνουν αποδεκτές ως αυταπόδεικτες επιστημονικές «αλήθειες» και πριν εφαρμοστούν στην κοινωνία ως οι νέες κυρίαρχες βιοπολιτικές πρακτικές, οι νευροπολιτικές ερμηνείες θα πρέπει να υποβάλλονται σε αυστηρό επιστημονικό και κοινωνικό έλεγχο.
Σε αντίθεση με τη νευροπολιτική προσέγγιση, οι παραδοσιακοί κοινωνικοί ψυχολόγοι, βασιζόμενοι στα συμπεράσματα επιτόπιων ερευνών σε διάφορες χώρες, επιμένουν ότι οι κοινωνικές και ιστορικές ηθικο-πολιτικές αξίες μας είναι αυτές που τελικά καθορίζουν τι θα ψηφίσουμε. Με άλλα λόγια, ούτε ο εγκέφαλος αλλά ούτε και η ταξική προέλευση, η κοινωνική θέση ή οι οικονομικές απολαβές ενός προσώπου θεωρούνται πλέον, από μόνες τους, ένας ασφαλής κοινωνικός δείκτης για το τι θα αποφασίσει να ψηφίσει ένας άνθρωπος.
Μολονότι είναι βέβαιο ότι οι πολιτικές επιλογές επηρεάζονται και από αυτούς τους «αντικειμενικούς» παράγοντες, δηλαδή από τα κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα, ωστόσο η πρόθεση ψήφου διαμορφώνεται, σε μεγάλο βαθμό, από «υποκειμενικούς» και αστάθμητους πολιτικά παράγοντες, π.χ. από τις ηθικές-πολιτικές αξίες, από τη θετική ψυχολογική προδιάθεση ή, εναλλακτικά, από την απογοήτευση και την αγανάκτηση των ψηφοφόρων.
Πάντως, η θεμελιακή αρχή της νευροπολιτικής είναι ότι όλοι οι πολίτες, προοδευτικοί ή συντηρητικοί, αριστεροί ή δεξιοί, οφείλουν τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις τους στην ιδιαίτερη μικροδομή και λειτουργία του εγκεφάλου τους. Μια απλοϊκή και σκοπίμως αόριστη νευροπολιτική «αρχή» που, επιπρόσθετα, οδηγεί σε ύποπτες και ιδιαίτερα επικίνδυνες κοινωνικοπολιτικές ατραπούς.
Επομένως, το μεγαλύτερο στοίχημα της σημερινής νευροπολιτικής προπαγάνδας σχετικά με τις δήθεν θαυματουργές εφαρμογές της νέας νευροαπεικονιστικής τεχνολογίας είναι να καταφέρει να υποκαταστήσει στη συνείδηση των πολιτών τη ζωτική νευροβιολογική ανάγκη τους για αυτονομία και αυτοδιάθεση με την επίσης έγγενη βιολογικά ανάγκη τους για «πολιτική» ασφάλεια.
Σε αντίθεση όμως με τις δύο πρώτες ανάγκες των ανθρώπων, η τελευταία οδηγεί, σχεδόν αναπόδραστα, σε μια ετερόνομη, ρατσιστική και άρα απανθρωποποιητική κοινωνία ελέγχου.
Τα νέα τεχνολογικά εργαλεία της νευροπολιτικής
Παρακολουθώντας κανείς την εκρηκτική ανάπτυξη, τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, των νέων μη επεμβατικών τεχνικών απεικόνισης των δομών και των λειτουργιών του ζωντανού εγκεφάλου, διαπιστώνει αμέσως την πρωτοφανή συσσώρευση γνώσεων που έχει συντελεστεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σημείο καμπής, ως προς τις τεχνολογικές εξελίξεις, ήταν η ανάπτυξη νέων απεικονιστικών μηχανών που επέτρεψαν, πρώτη φορά, στους νευροεπιστήμονες να ανοίξουν το μέχρι χθες αδιαφανές «μαύρο κουτί» του εγκεφάλου.
Οι πιο γνωστές νευροαπεικονιστικές τεχνικές είναι η αξονική υπολογιστική τομογραφία (CT scan) και η μαγνητική τομογραφία (MRI), οι οποίες μπορούν να περιγράφουν, με πρωτοφανή ακρίβεια, τα τοπολογικά όρια και την αρχιτεκτονική των επιμέρους εγκεφαλικών δομών. Ενώ για τη ζωντανή απεικόνιση των λειτουργιών και των δυναμικών σχέσεων μεταξύ αυτών των δομών επινοήθηκε η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) και η περιβόητη λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI). Η fMRI μπορεί να καταγράφει τις ελάχιστες διακυμάνσεις της αιματικής ροής, ενώ η PET καταγράφει τον ρυθμό μεταβολισμού του οξυγόνου και της γλυκόζης στους νευρώνες.
Ομως, οι ειδικοί, ανάλογα με τις ανάγκες τους, μπορούν να καταφεύγουν και σε δύο πιο πρόσφατες τεχνικές για την καταγραφή της εγκεφαλικής δραστηριότητας και ειδικότερα για την καταγραφή των ηλεκτροχημικών σημάτων που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι νευρώνες.
Αυτή η νευρωνική σηματοδότηση καταγράφεται με τη μέθοδο της Μαγνητοεγκεφαλογραφίας (MEG), η οποία καταγράφει την ηλεκτροχημική σηματοδότηση των νευρώνων του φλοιού, αλλά και με τη μέθοδο του Διακρανιακού Μαγνητικού Ερεθισμού (TMS).
Στις μέρες μας, λοιπόν, είναι εφικτός ο ακριβής τοπολογικός και λειτουργικός εντοπισμός όλων των βασικών εγκεφαλικών μηχανισμών, καθώς και των εγκεφαλικών κυκλωμάτων που τους εκτελούν.
Πρόκειται για μια αποφασιστική επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, αφού, πρώτη φορά, κατέστησε ορατή τη στενότατη σχέση των μεμονωμένων νευρωνικών κυκλωμάτων και των εγκεφαλικών δομών με τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες.
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: