Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Γιατί μας αρέσει

Είναι πώς του ’κατσε καθενός η πανδημία. Αλλοι πιάσαν την κλασική λογοτεχνία (κάλλιο αργά...), άλλοι γίναν φέτες από τη γυμναστική (ούτε καν!), άλλοι γίναν πιο ζωντόβολα από τα πριν (κι όμως γίνεται), οι περισσότεροι γίναμε φυτά μπροστά στο Netflix και κάποιοι... πώς να το πω... κάπως σαν να γύρισαν τα μέσα όξω τους.
Αλλά πριν τα αναποδογυρίσουν, τα έψαξαν πρώτα. Και ως γνωστόν, ψάχνε ψάχνε, όλο και κάτι περίεργο θα βρεις, όλο και κάποιες ανείπωτες παρορμήσεις θ’ ανασκαλέψεις, όλο και κάτι καλοκρυμμένες πεποιθήσεις θα πετύχεις και άντε να συμμαζευτείς μετά. Πλέον το ξέρεις: Οχι, ποτέ δεν θά ’σαι πια ίδιος...
(Στο σημείο αυτό, πέφτει μουσική υποβλητική και ολίγον κοψοχολιαστική – όπως στις ταινίες λίγο πριν εμφανιστεί ο δολοφόνος, ενώ ξέρεις ήδη ότι το θύμα του θα γίνει σίγουρα θύμα. Ε, στην περίπτωση που περιγράφω (που τα μέσα μου γίναν πλέον όξω μου) δολοφόνος και θύμα είναι ένα και το αυτό: εγώ η ιδία. Ποτέ πια ίδια...
«Δεν τους ενδιαφέρει αν είμαι τρελός ή κακός. Δεν γνωρίζουν την απάντηση και δεν τους νοιάζει. Αρκεί να είμαι εξαφανισμένος και ξεχασμένος». Αυτό δήλωσε πριν από χρόνια ο Ρόμπερτ Μόντσλεϊ... ή «Μπλε» (από το χρώμα που είχε το πρώτο του θύμα καθώς το στραγγάλιζε) ή «Κουτάλι» (επειδή του κάρφωσε στο κεφάλι ένα κουτάλι) ή «Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος» (επειδή μέρος του εγκεφάλου του θύματος έλειπε).
Ο «Hannibal the Cannibal» πριν γίνει εξαιρετική ταινία ήταν μια αληθινότατη ιστορία. Ο πραγματικός Χάνιμπαλ σκότωσε 4 ανθρώπους: έναν έξω και τρεις μες στη φυλακή. «Δεν άξιζαν να ζήσουν, αν θέλουμε ο κόσμος να γίνει καλύτερος», είπε ο Μόντσλεϊ, που πριν γίνει «Χάνιμπαλ» ήταν παιδί. Δώδεκα είχε η μάνα του. Ολα τα χτυπούσε ο πατέρας του. Ο ίδιος, από τα δύο έως τα οκτώ του χρόνια, έτρωγε ξύλο πέντε φορές τη μέρα, κάθε μέρα.
Το ξαναλέω: κάθε μέρα. Είχε κακοποιηθεί με όλους τους πιθανούς τρόπους: σεξουαλικά, με απομόνωση έξι μηνών σ’ ένα δωμάτιο, με ξύλο - βρισιές, ξύλο - βρισιές. Μεγάλωσε σε ανάδοχες οικογένειες, στα 16 του έμπλεξε με ναρκωτικά, στα 21 του με την πορνεία. Και τότε έγινε το φονικό. Θύμα, ένας «πελάτης» του, που του έδειξε φωτογραφίες από ανήλικους που είχε κακοποιήσει. Στη φυλακή σκότωσε άλλους τρεις: έναν άλλο παιδόφιλο και δυο δολοφόνους γυναικών. Ο Μόντσλεϊ έως σήμερα βρίσκεται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, βγαίνει μία ώρα τη μέρα συνοδεία έξι αστυνομικών και κατηγορεί ξεκάθαρα το σωφρονιστικό σύστημα της Βρετανίας για την άδικη μεταχείρισή του: «Τους αρκεί να είμαι εξαφανισμένος»...
«Ο άνθρωπος, κυρία Νικολάου, πεθαίνει μία φορά και όχι δύο-τρεις-τέσσερις και δεν ξέρω πόσες φορές ακόμα εσείς σχεδιάζετε». Αυτά είπε ο Βασίλης Δημάκης που με τη ζωή του μέσα στις φυλακές απέδειξε πως, αν το θέλεις, παίρνεις από μόνος σου μια δεύτερη ευκαιρία και γίνεσαι, ναι, άριστος.
«Στις δικές μας βάρδιες... δεν θέλουμε “στραβές”» έγραψε η κ. Νικολάου και απέδειξε πως δεν υπάρχει σωφρονιστικό σύστημα, αλλά τιμωροί-αυθέντες πάνω σε ψηλά τακούνια και μαύρες συνειδήσεις.
«Θέλει να διαλέξει φυλακή! Του παρέχουν τα πάντα και αρνείται! Κοροϊδευόμαστε... Πού ακούστηκε να θέλει κάποιος να διαλέξει φυλακή;» έσκουζε στην κυριολεξία η δημοσιογράφος Λίνα Κλείτου στον ΣΚΑΪ, από κοντά κι ο Δ. Οικονόμου, σαν άκουσαν τον Ανδρέα Πετρόπουλο της «Αυγής» να προσπαθεί να πει τι πραγματικά συμβαίνει με τον Β. Δημάκη.
«Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω. Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω»... Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Τζορτζ Φλόιντ, ενός γεροδεμένου, ψηλού μαύρου Αμερικανού που δολοφονήθηκε καθώς ένας σάπιος, λευκός αστυνομικός τον πάταγε στον λαιμό για ώρα, με το ένα χέρι στην τσέπη, έχοντάς του βάλει χειροπέδες, επειδή περπατούσε πιωμένος.
Πριν από λίγες μέρες συμπληρώθηκαν 20 μήνες από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.
...Είσαι φυλακή; Ψόφα! Είσαι γκέι; Ψόφα! Είσαι μαύρος; Ψόφα! Είσαι διαφορετικός, εναλλακτικός, καλλιτεχνικός, αριστερός; Ψόφα! Και αν δεν ψοφήσεις μόνος σου, θα σε ψοφήσουμε εμείς.
Δεν γουστάρουμε να δίνουμε δεύτερες ευκαιρίες, ρε! Ετσι, γιατί μπορούμε.
Αλλά, κυρίως, γιατί μας αρέσει.

Νόρα Ράλλη
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: